ζώμευμα: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζώμευμα]], το (Α) [[ζωμεύω]]<br />(σε κωμ. [[λογοπαίγνιο]] του <b>Αριστοφ.</b>) [[ζωμός]], [[σούπα]] («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και [[ισχυρίζομαι]] ότι αυτός εξάγει [[ζουμί]] για τις τριήρεις τών Πελ. [ο <b>Αριστοφ.</b> εδώ παίζει με τη [[λέξη]] <i>υποζώματα</i>, την οποία θα περίμενε [[κανείς]]]). | |mltxt=[[ζώμευμα]], το (Α) [[ζωμεύω]]<br />(σε κωμ. [[λογοπαίγνιο]] του <b>Αριστοφ.</b>) [[ζωμός]], [[σούπα]] («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και [[ισχυρίζομαι]] ότι αυτός εξάγει [[ζουμί]] για τις τριήρεις τών Πελ. [ο <b>Αριστοφ.</b> εδώ παίζει με τη [[λέξη]] <i>υποζώματα</i>, την οποία θα περίμενε [[κανείς]]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.
Greek (Liddell-Scott)
ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.
Greek Monolingual
ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).
Greek Monotonic
ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.