ἡνιοχεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡνιοχεύω]], δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) [[ηνίοχος]]<br />(ποιητ. τ. του [[ηνιοχώ]])<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[έργο]] ηνιόχου, [[κρατώ]] τα [[ηνία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[οδηγώ]], [[διευθύνω]].
|mltxt=[[ἡνιοχεύω]], δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) [[ηνίοχος]]<br />(ποιητ. τ. του [[ηνιοχώ]])<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[έργο]] ηνιόχου, [[κρατώ]] τα [[ηνία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[οδηγώ]], [[διευθύνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχεύω:''' Δωρ. ἁν-, μέλ. <i>-σω</i>, ποιητ. [[τύπος]] του [[ἡνιοχέω]], [[ενεργώ]] σαν [[ηνίοχος]], σε Όμηρ.· μεταφορ., [[οδηγώ]], [[διευθύνω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεύω Medium diacritics: ἡνιοχεύω Low diacritics: ηνιοχεύω Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΩ
Transliteration A: hēniocheúō Transliteration B: hēniocheuō Transliteration C: iniocheyo Beta Code: h(nioxeu/w

English (LSJ)

Dor. ἁν-, poet. form of ἡνιοχέω,

   A act as charioteer, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Il.11.103, cf. 23.641, Od.6.319: metaph., direct, guide, πηδαλίῳ . . ἁνιόχευεν Alex.Aet.2: c. gen., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡ. Anacr.4: c. acc., χορὸν ἡ. IG3.82a.

German (Pape)

[Seite 1172] ein ἡνίοχος sein, die Zügel halten, die Pferde lenken, fahren, Il. 11, 103. 23, 641 Od. 6, 319, immer absolut; übertr., πόλιν, lenken, regieren, Byz. anath. 3 (IX, 696); δίκης θρόνον 27 (IX, 779); καὶ βασιλεύει Plut. sept. sap. conv. 12; τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις Anacr. bei Ath. XIII, 564 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεύω: Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. τύπος τοῦ ἡνιοχέω, ἐνεργῶ ὡς ἡνίοχος, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, διευθύνω, πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· μετὰ γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. κρατέω καὶ ἑξ.

French (Bailly abrégé)

c. ἡνιοχέω.
Étymologie: ἡνιοχεύς.

English (Autenrieth)

be charioteer, hold the reins, drive.

Greek Monolingual

ἡνιοχεύω, δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) ηνίοχος
(ποιητ. τ. του ηνιοχώ)
1. εκτελώ έργο ηνιόχου, κρατώ τα ηνία
2. μτφ. οδηγώ, διευθύνω.

Greek Monotonic

ἡνιοχεύω: Δωρ. ἁν-, μέλ. -σω, ποιητ. τύπος του ἡνιοχέω, ενεργώ σαν ηνίοχος, σε Όμηρ.· μεταφορ., οδηγώ, διευθύνω, σε Ανθ.