θύραυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θύραυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέσ</i>-<i>αυλος</i>, <i>όμ</i>-<i>αυλος</i>].
|mltxt=[[θύραυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέσ</i>-<i>αυλος</i>, <i>όμ</i>-<i>αυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύραυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλος Medium diacritics: θύραυλος Low diacritics: θύραυλος Capitals: ΘΥΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: thýraulos Transliteration B: thyraulos Transliteration C: thyravlos Beta Code: qu/raulos

English (LSJ)

(proparox.), ον,

   A living out of doors, of shepherds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.

Greek Monolingual

θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσ-αυλος, όμ-αυλος].

Greek Monotonic

θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.