ἰσορροπία: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσορροπία]]) [[ισόρροπος]]<br />η [[κατάσταση]] δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, [[επομένως]] δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («[[ισορροπία]] έλξης και αντίστασης»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («[[ισορροπία]] ζυγού»)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] του σώματος με [[στήριξη]] στο ένα [[πόδι]], στα χέρια ή στο [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[ισότητα]] δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «[[ισορροπία]] [[πολιτική]]» β. «[[ισορροπία]] οικονομική»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ισορροπία]] διανοητική» — [[υγιής]] διανοητική [[κατάσταση]].
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσορροπία]]) [[ισόρροπος]]<br />η [[κατάσταση]] δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, [[επομένως]] δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («[[ισορροπία]] έλξης και αντίστασης»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («[[ισορροπία]] ζυγού»)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] του σώματος με [[στήριξη]] στο ένα [[πόδι]], στα χέρια ή στο [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[ισότητα]] δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «[[ισορροπία]] [[πολιτική]]» β. «[[ισορροπία]] οικονομική»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ισορροπία]] διανοητική» — [[υγιής]] διανοητική [[κατάσταση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσορροπία:''' ἡ, [[ισορροπία]], [[ζύγιασμα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορροπία Medium diacritics: ἰσορροπία Low diacritics: ισορροπία Capitals: ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
Transliteration A: isorropía Transliteration B: isorropia Transliteration C: isorropia Beta Code: i)sorropi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.

Greek Monotonic

ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.