κάμμορος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάμμορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[κακόμοιρος]] («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. τ. <span style="color: red;"><</span> <i>κάτ</i>-<i>μορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]]-<i>μορος</i>, που [[είναι]] «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[κατά]] [[μόρον]] «υποταγμένος στη [[μοίρα]]». Μαρτυρείται και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κάσμορος]]<br />[[δύστηνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κάτσμορος</i>)].
|mltxt=[[κάμμορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[κακόμοιρος]] («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. τ. <span style="color: red;"><</span> <i>κάτ</i>-<i>μορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]]-<i>μορος</i>, που [[είναι]] «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[κατά]] [[μόρον]] «υποταγμένος στη [[μοίρα]]». Μαρτυρείται και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κάσμορος]]<br />[[δύστηνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κάτσμορος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάμμορος:''' -ον, Επικ. αντί <i>κατάμορος</i>, υποκείμενος στην [[μοίρα]], έρμαιος αυτής, δηλ. [[κακόμοιρος]], [[κακότυχος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμμορος Medium diacritics: κάμμορος Low diacritics: κάμμορος Capitals: ΚΑΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kámmoros Transliteration B: kammoros Transliteration C: kammoros Beta Code: ka/mmoros

English (LSJ)

ον, Ep. for κατάμορος,

   A subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.), περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)

German (Pape)

[Seite 1317] ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.

Greek (Liddell-Scott)

κάμμορος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, κακόμοιρος, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: par sync. et assimil. p. *κατάμορος, de κατά, μόρος.

English (Autenrieth)

(κατάμορος): ‘given over to fate,’ hence, ill-starred, hapless.

Greek Monolingual

κάμμορος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < κάτ-μορος < κατά-μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η γλώσσα του Ησύχ. κάσμορος
δύστηνος (< κάτσμορος)].

Greek Monotonic

κάμμορος: -ον, Επικ. αντί κατάμορος, υποκείμενος στην μοίρα, έρμαιος αυτής, δηλ. κακόμοιρος, κακότυχος, σε Ομήρ. Οδ.