καταστρώνω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(19) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταστρώννυμι]], Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω)<br /><b>1.</b> [[στρώνω]] [[κάτω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]], [[επικαλύπτω]] («τὸ [[πεδίον]] [[ἅπαν]] νεκρῶν κατεστρώθη», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με σχέδια, προγράμματα <b>κ.λπ.</b>) [[συντάσσω]], [[καταρτίζω]], [[προμελετώ]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατατάσσω]], [[διευθετώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταστρώννυμαι</i><br />(για φυτά) εξαπλώνομαι, [[απλώνω]], εκτείνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[ξαπλώνω]] [[καταγής]]<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]], [[σκοτώνω]] («δάμαρτα καὶ | |mltxt=(AM [[καταστρώννυμι]], Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω)<br /><b>1.</b> [[στρώνω]] [[κάτω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]], [[επικαλύπτω]] («τὸ [[πεδίον]] [[ἅπαν]] νεκρῶν κατεστρώθη», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με σχέδια, προγράμματα <b>κ.λπ.</b>) [[συντάσσω]], [[καταρτίζω]], [[προμελετώ]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατατάσσω]], [[διευθετώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταστρώννυμαι</i><br />(για φυτά) εξαπλώνομαι, [[απλώνω]], εκτείνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[ξαπλώνω]] [[καταγής]]<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]], [[σκοτώνω]] («δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:39, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω)
1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος
2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω, προμελετώ, προετοιμάζω
μσν.
κατατάσσω, διευθετώ
μσν.-αρχ.
παθ. καταστρώννυμαι
(για φυτά) εξαπλώνομαι, απλώνω, εκτείνομαι
αρχ.
1. ρίχνω κάτω, ξαπλώνω καταγής
2. καταβάλλω, σκοτώνω («δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει», Ευρ.).