καταψύχω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταψύχω]])<br />[[ψύχω]] [[κάτι]] πολύ, [[παγώνω]] [[κάτι]] με έντονη [[ψύξη]] («[[ὕδωρ]] καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεψυγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή [[κατάσταση]] με τη μέθοδο της κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)<br />β) <b>φρ.</b> «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες της γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλων<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεψυγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[φθαρτός]]<br />β) μαραμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστέλλω]], [[περιορίζω]] («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δροσίζω]] («καταψύχει [[πνοή]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεραίνω]] το [[έδαφος]] [[μετά]] την [[άρδευση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για γη ή [[χώρα]]) <i>καταψύχομαι</i><br />[[είμαι]] [[κατάξερος]] ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης [[ἄφνω]] [[διάπυρος]] ὁ ἀὴρ γένηται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> δροσίζομαι.
|mltxt=(AM [[καταψύχω]])<br />[[ψύχω]] [[κάτι]] πολύ, [[παγώνω]] [[κάτι]] με έντονη [[ψύξη]] («[[ὕδωρ]] καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεψυγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή [[κατάσταση]] με τη μέθοδο της κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)<br />β) <b>φρ.</b> «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες της γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλων<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεψυγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[φθαρτός]]<br />β) μαραμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστέλλω]], [[περιορίζω]] («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δροσίζω]] («καταψύχει [[πνοή]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεραίνω]] το [[έδαφος]] [[μετά]] την [[άρδευση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για γη ή [[χώρα]]) <i>καταψύχομαι</i><br />[[είμαι]] [[κατάξερος]] ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης [[ἄφνω]] [[διάπυρος]] ὁ ἀὴρ γένηται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> δροσίζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταψύχω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχραίνω]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]], σε Αριστ. — Παθ., παρακ. <i>κατέψυγμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεψύχθην</i> και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[χώρα]], είμαι [[κατάξηρος]] ή [[άνυδρος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψύχω Medium diacritics: καταψύχω Low diacritics: καταψύχω Capitals: ΚΑΤΑΨΥΧΩ
Transliteration A: katapsýchō Transliteration B: katapsychō Transliteration C: katapsycho Beta Code: katayu/xw

English (LSJ)

[ῡ],

   A cool, chill, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arist.Mete.361a2, cf. 368b34; ὁ φόβος καταψύχει Id.PA650b28, cf. Pr.954b13, al.; αἱ ἄτομοι . . κατέψυξαν [τὸ σῶμα] Epicur.Fr.60:—Pass., fut. -ψῠγήσομαι Vett.Val. 73.21: pf. -έψυγμαι: aor. -εψύχθην, also -εψύγην [ῠ] Arist.Pr.897a22:—to be chilled, become cold, Hp.Aph.4.40, Arist.HA531b31, etc.; of persons, κατεψυγμένοι, opp. θερμοί, Id.Rh.1389b30.    2 metaph., οὐ -έψυξαν τὴν ὁρμήν did not allow their ardour to cool, J.BJ1.2.7:— Pass., κατέψυκτο τὸ πρακτικόν Plu.Pomp.46, cf.Critodem. in Cat.Cod. Astr.8(1).259, Vett.Val.l.c.    3 cool, refresh, καταψύχει πνοή A. Fr.127.    II dry land after irrigation, PCair.Zen.155 (iii B.C.):— Pass., of a country, χώρα κατεψυγμένη dried or parched up, D.S.1.7, cf. Plu.Pomp.31.    III intr., cool down, of persons, LXX Ge.18.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, λίαν ψυχραίνω, ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.˙ ὁ φόβος καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4˙- ψυχραίνομαι, γίνομαι ψυχρός, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.˙ ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.˙ κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., δροσίζω, ἀναψύχω, καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, χώρα κατεψυγμένη, κατάξηρος, Διόδ. 1. 7˙ ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, ἄδενδρος, ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ κατάσκιος τόπος, Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169.

French (Bailly abrégé)

souffler sur, d’où
1 refroidir, rafraîchir;
2 sécher, dessécher ; Pass. être desséché en parl. de pays.
Étymologie: κατά, ψύχω.

English (Strong)

from κατά and ψύχω; to cool down (off), i.e. refresh: cool.

English (Thayer)

1st aorist κατεψυξα; to cool off (make) cool: Hippocrates, Aristotle, Theophrastus, Plutarch, others)

Greek Monolingual

(AM καταψύχω)
ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξηὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο της κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)
β) φρ. «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες της γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλων
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ον
α) φθαρτός
β) μαραμένος
αρχ.
1. καταστέλλω, περιορίζω («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», Ιώσ.)
2. δροσίζω («καταψύχει πνοή», Αισχύλ.)
3. ξεραίνω το έδαφος μετά την άρδευση
4. παθ. (για γη ή χώρα) καταψύχομαι
είμαι κατάξερος ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης ἄφνω διάπυρος ὁ ἀὴρ γένηται», Διόδ.)
5. (αμτβ.) δροσίζομαι.

Greek Monotonic

καταψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω,
I. ψυχραίνω, καταψύχω, παγώνω, σε Αριστ. — Παθ., παρακ. κατέψυγμαι, αόρ. αʹ κατεψύχθην και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.
II. Παθ., λέγεται για χώρα, είμαι κατάξηρος ή άνυδρος, σε Πλούτ.