κόμμι: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κόμμι]], -εως)<br />[[ιξώδης]] [[ουσία]] φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται [[συνήθως]] από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («[[ελαστικό]] [[κόμμι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>kmjt</i>, κοπτ. <i>komi</i>, <i>komme</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομμιώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομμίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κομμίδιον]], [[κόμμωσις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κομμεορητίνη</i>, [[κομμιογραφία]], [[κομμιοτυπία]], [[κομμιοτυπικός]], <i>κομμιοφόρος</i>. (Β' συνθετικό) [[οξυκόμμι]]]. | |mltxt=το (Α [[κόμμι]], -εως)<br />[[ιξώδης]] [[ουσία]] φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται [[συνήθως]] από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («[[ελαστικό]] [[κόμμι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> αιγυπτ. <i>kmjt</i>, κοπτ. <i>komi</i>, <i>komme</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομμιώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομμίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κομμίδιον]], [[κόμμωσις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κομμεορητίνη</i>, [[κομμιογραφία]], [[κομμιοτυπία]], [[κομμιοτυπικός]], <i>κομμιοφόρος</i>. (Β' συνθετικό) [[οξυκόμμι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόμμῐ:''' τό, [[κόμμι]], [[γόμα]], [[τσίχλα]], Λατ. [[gummi]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen. κόμμεως Hp.Mul.2.192, Gal.10.374; dat. κόμμει Str.12.7.3 (fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718, κόμμιδι Crobyl.10, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104).
German (Pape)
[Seite 1478] τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v. l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμῐ: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ λέξις (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ ὡσαύτως κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε πέπερι.
French (Bailly abrégé)
(τὸ) indécl. ou gén. κόμμεως;
dat. κόμμει ou κόμμιδι;
gomme.
Étymologie: mot arabe.
Spanish
Greek Monolingual
το (Α κόμμι, -εως)
ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt, κοπτ. komi, komme.
ΠΑΡ. κομμιώδης
αρχ.
κομμίζω
αρχ.-μσν.
κομμίδιον, κόμμωσις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κομμεορητίνη, κομμιογραφία, κομμιοτυπία, κομμιοτυπικός, κομμιοφόρος. (Β' συνθετικό) οξυκόμμι].
Greek Monotonic
κόμμῐ: τό, κόμμι, γόμα, τσίχλα, Λατ. gummi, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).