κύρτος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κιούρτος]], ο (Α [[κύρτος]])<br />η [[κύρτη]], [[καλάθι]] ψαρέματος, [[ψαροκάλαθο]] με στενό λαιμό («καὶ [[ὅταν]] [[πάγος]] ᾖ ἐκ τούτου κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῡς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />πλεγμένο [[κλουβί]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>krt</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kert</i>- «[[τραβώ]], [[σύρω]]» με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] του -<i>r</i>- (-<i>υρ</i>- [[αντί]] -<i>αρ</i>-). Ο τ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>kata</i>- «δικτυωτή [[κιγκλίδα]], [[ψάθα]]», το αρχ. άνω γερμ. <i>hurt</i> «[[μάνδρα]], το λατ. <i>cratis</i> «δικτυωτή [[κιγκλίδα]]» και με τον τ. [[κάρταλλος]]. Κατ' άλλους, ο τ. [[είναι]] μετονοματικό παρ. του επιθ. [[κυρτός]], [[υπόθεση]] ελάχιστα πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κύρτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυρτεύς]], [[κυρτία]], [[κυρτίδιον]], [[κυρτίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυρτοβόλος]], [[κυρτοκάπηλος]].
|mltxt=και [[κιούρτος]], ο (Α [[κύρτος]])<br />η [[κύρτη]], [[καλάθι]] ψαρέματος, [[ψαροκάλαθο]] με στενό λαιμό («καὶ [[ὅταν]] [[πάγος]] ᾖ ἐκ τούτου κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῡς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />πλεγμένο [[κλουβί]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>krt</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kert</i>- «[[τραβώ]], [[σύρω]]» με διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] του -<i>r</i>- (-<i>υρ</i>- [[αντί]] -<i>αρ</i>-). Ο τ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>kata</i>- «δικτυωτή [[κιγκλίδα]], [[ψάθα]]», το αρχ. άνω γερμ. <i>hurt</i> «[[μάνδρα]], το λατ. <i>cratis</i> «δικτυωτή [[κιγκλίδα]]» και με τον τ. [[κάρταλλος]]. Κατ' άλλους, ο τ. [[είναι]] μετονοματικό παρ. του επιθ. [[κυρτός]], [[υπόθεση]] ελάχιστα πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κύρτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυρτεύς]], [[κυρτία]], [[κυρτίδιον]], [[κυρτίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυρτοβόλος]], [[κυρτοκάπηλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κύρτος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> = το προηγ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κλουβί]] πουλιών, Λατ. [[cavea]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτος Medium diacritics: κύρτος Low diacritics: κύρτος Capitals: ΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: kýrtos Transliteration B: kyrtos Transliteration C: kyrtos Beta Code: ku/rtos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κύρτη 1, Sapph.120, Pl.Sph.220c, POxy.520.20 (ii A.D.); τῷ τοῦ κ. πλέγματι Pl.Ti.79d; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Id.Lg.823e (hence prov. εὕδοντι κ. αἱρεῖ Diogenian.4.65), cf. Lib.Ep.86.1; κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς Arist. HA603a7.    2 bird-cage, λυγοτευχής AP9.562 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1538] ὁ, eigtl. alles aus Binsen Geflochtene; bes. Fischerreuse, ἀγγεῖον σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχθύων κύρτος Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = Käfig, Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. κύρτη und κυρτός.

Greek (Liddell-Scott)

κύρτος: ὁ, = κύρτη, Σαπφὼ 139, Πλάτ. Σοφιστ. 220C· τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κ., μὲ ἁλιευτικοὺς καλάθους ἀγρεύοντας ἡμέραν καὶ νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823Ε· κύρτῳ θηρεύειν τούς ἰχθῦς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4, κτλ. 2) κλωβίον πτηνοῦ, Λατ. cavea, λυγοτευχὴς Ἀνθ. Π. 9. 562.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: κυρτός.

Greek Monolingual

και κιούρτος, ο (Α κύρτος)
η κύρτη, καλάθι ψαρέματος, ψαροκάλαθο με στενό λαιμό («καὶ ὅταν πάγος ᾖ ἐκ τούτου κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῡς», Αριστοτ.)
αρχ.
πλεγμένο κλουβί πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα krt- της ΙΕ ρίζας kert- «τραβώ, σύρω» με διαφορετική αντιπροσώπευση του -r- (-υρ- αντί -αρ-). Ο τ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. kata- «δικτυωτή κιγκλίδα, ψάθα», το αρχ. άνω γερμ. hurt «μάνδρα, το λατ. cratis «δικτυωτή κιγκλίδα» και με τον τ. κάρταλλος. Κατ' άλλους, ο τ. είναι μετονοματικό παρ. του επιθ. κυρτός, υπόθεση ελάχιστα πιθανή.
ΠΑΡ. κύρτη
αρχ.
κυρτεύς, κυρτία, κυρτίδιον, κυρτίς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυρτοβόλος, κυρτοκάπηλος.

Greek Monotonic

κύρτος: ὁ,
1. = το προηγ., σε Πλάτ.
2. κλουβί πουλιών, Λατ. cavea, σε Ανθ.