λαγνεία: Difference between revisions
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[λαγνεία]], ιων. τ. λαγνείη) [[λαγνεύω]]<br />[[φιληδονία]], [[ηδυπάθεια]] [[ακολασία]], [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι [[ἄλλο]] αἰτιώτερον [[εἶναι]];», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνουσία]]. | |mltxt=η (Α [[λαγνεία]], ιων. τ. λαγνείη) [[λαγνεύω]]<br />[[φιληδονία]], [[ηδυπάθεια]] [[ακολασία]], [[ροπή]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι [[ἄλλο]] αἰτιώτερον [[εἶναι]];», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνουσία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαγνεία:''' ἡ, [[λαχτάρα]], [[επιθυμία]], [[συνουσία]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. λαγν-είη, ἡ,
A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117. II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.
German (Pape)
[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).
Greek (Liddell-Scott)
λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
libertinage.
Étymologie: λαγνεύω.
Greek Monolingual
η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) λαγνεύω
φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.)
αρχ.
συνουσία.