μεθυστής: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεθυστής]], ὁ, θηλ. [[μεθύστρια]], (ΑM) [[μεθύω]]<br />αυτός που μεθάει [[συνεχώς]], [[μέθυσος]]. | |mltxt=[[μεθυστής]], ὁ, θηλ. [[μεθύστρια]], (ΑM) [[μεθύω]]<br />αυτός που μεθάει [[συνεχώς]], [[μέθυσος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεθυστής:''' οῦ ὁ пьяница Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A drunkard, Arr. Epict.4.2.7, AP5.295 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 114] ὁ, der sich oft berauscht, der Trunkenbold, Arr. Epict. 4, 1, 7, Agath. 9 (V, 296).
Greek (Liddell-Scott)
μεθυστής: -οῦ, ὁ, μέθυσος, Ἀνθ. Π. 5. 296, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 2, 7.
Greek Monolingual
μεθυστής, ὁ, θηλ. μεθύστρια, (ΑM) μεθύω
αυτός που μεθάει συνεχώς, μέθυσος.
Russian (Dvoretsky)
μεθυστής: οῦ ὁ пьяница Anth.