μεθύσι: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μεθήσι, το<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[μεθώ]], διανοητική και οργανική [[διαταραχή]] που οφείλεται σε υπερβολική [[χρήση]] οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική [[οινοποσία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παράλυση]] που οφείλεται σε υπερβολική [[ηδονή]], ηδονική [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) αισθησιακή [[τέρψη]]<br />β) [[ενθουσιασμός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έγινε [[στουπί]] [ή [[τάπα]] ή [[τύφλα]]] στο [[μεθύσι]]» — [[είναι]] [[πάρα]] πολύ μεθυσμένος<br />β) «κάνει καλό [[μεθύσι]]» — διατηρεί καλή [[διάθεση]] ή [[συμπεριφορά]] και όταν [[είναι]] μεθυσμένος<br />γ) «το 'ρίξε στο [[μεθύσι]]» — άρχισε να πίνει και να μεθά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[απαρέμφατο]] <i>μεθύσειν</i>, εξ ου και η παλαιότερη ετυμολ. [[γραφή]] (το) <i>μεθύσει</i> ( | |mltxt=και μεθήσι, το<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[μεθώ]], διανοητική και οργανική [[διαταραχή]] που οφείλεται σε υπερβολική [[χρήση]] οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική [[οινοποσία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παράλυση]] που οφείλεται σε υπερβολική [[ηδονή]], ηδονική [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) αισθησιακή [[τέρψη]]<br />β) [[ενθουσιασμός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έγινε [[στουπί]] [ή [[τάπα]] ή [[τύφλα]]] στο [[μεθύσι]]» — [[είναι]] [[πάρα]] πολύ μεθυσμένος<br />β) «κάνει καλό [[μεθύσι]]» — διατηρεί καλή [[διάθεση]] ή [[συμπεριφορά]] και όταν [[είναι]] μεθυσμένος<br />γ) «το 'ρίξε στο [[μεθύσι]]» — άρχισε να πίνει και να μεθά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[απαρέμφατο]] <i>μεθύσειν</i>, εξ ου και η παλαιότερη ετυμολ. [[γραφή]] (το) <i>μεθύσει</i> ([[πρβλ]]. [[φιλί]] <span style="color: red;"><</span> <i>φιλεῖν</i>, <i>φα</i>(<i>γ</i>)<i>ί</i> <span style="color: red;"><</span> [[φαγεῖν]] <b>κ.λπ.</b>). Ο τ. με -<i>η</i>- υπό την [[επίδραση]] του [[μέθη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
και μεθήσι, το
1. το αποτέλεσμα του μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία
2. (κατ' επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη
3. μτφ. α) αισθησιακή τέρψη
β) ενθουσιασμός
4. φρ. α) «έγινε στουπί [ή τάπα ή τύφλα] στο μεθύσι» — είναι πάρα πολύ μεθυσμένος
β) «κάνει καλό μεθύσι» — διατηρεί καλή διάθεση ή συμπεριφορά και όταν είναι μεθυσμένος
γ) «το 'ρίξε στο μεθύσι» — άρχισε να πίνει και να μεθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απαρέμφατο μεθύσειν, εξ ου και η παλαιότερη ετυμολ. γραφή (το) μεθύσει (πρβλ. φιλί < φιλεῖν, φα(γ)ί < φαγεῖν κ.λπ.). Ο τ. με -η- υπό την επίδραση του μέθη.