μετάκοινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάκοινος]], -ον (Α)<br />[[συμμέτοχος]], [[κοινωνός]] («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>κοινος</i>)].
|mltxt=[[μετάκοινος]], -ον (Α)<br />[[συμμέτοχος]], [[κοινωνός]] («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>κοινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετάκοινος:''' -ον, αυτός που μοιράζεται από κοινού, [[συμμέτοχος]], σε Αισχύλ.· <i>τινι</i>, με κάποιον άλλον, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκοινος Medium diacritics: μετάκοινος Low diacritics: μετάκοινος Capitals: ΜΕΤΑΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: metákoinos Transliteration B: metakoinos Transliteration C: metakoinos Beta Code: meta/koinos

English (LSJ)

ον,

   A sharing in common, partaking, ξυνδαίτωρ A.Eu. 351 (lyr.); παντὶ δόμῳ μ. ib.964 (lyr.); ματρί Id.Supp.1038 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 148] gemeinschaftlich, παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, Aesch. Eum. 922, vgl. Suppl. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκοινος: -ον, ὁ κοινωνῶν, μετέχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 351· τινι μετά τινος, αὐτόθι 964, Ἱκέτ. 1039.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend sa part en commun avec, associé à, τινι.
Étymologie: μετά, κοινός.

Greek Monolingual

μετάκοινος, -ον (Α)
συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοινός (πρβλ. επί-κοινος)].

Greek Monotonic

μετάκοινος: -ον, αυτός που μοιράζεται από κοινού, συμμέτοχος, σε Αισχύλ.· τινι, με κάποιον άλλον, στον ίδ.