μήπω: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(25) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μήπω]] και μή πω (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) μη [[ακόμη]], όχι [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> (ως σύνδ.) [[μήπως]]. | |mltxt=[[μήπω]] και μή πω (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) μη [[ακόμη]], όχι [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> (ως σύνδ.) [[μήπως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μήπω:''' ή [[μήπω]],<br /><b class="num">I.</b> ως επίρρ., όχι [[ακόμη]], Λατ. [[nondum]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ως σύνδ., ότι όχι [[ακόμη]], [[μήπως]] [[ακόμη]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
or μή πω, I as Adv. not yet, Od.22.431, etc.; ἀλλὰ μήπω τοῦτο (sc. σκοπεῖτε) D.21.90: in expostulation, μή τώ τι μεθίετε Il.4.234, 17.422, etc.; μήπω γε nay, not yet, A.Pr.631: folld. by πρίν, Il. 18.134, S.Ph.961, 1409 (anap.): c. opt. precantis, μήπω μανείη E.Hec. 1278; μήπω νοῦ τοσόνδ' εἴην κενή S.El.403. II as Conj., lest yet, κελόμην ἐπιβαινέμεν... μή πώ τις . . λάθηται Od.9.102 (v. l.).
German (Pape)
[Seite 177] noch nicht; μήπω τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς, lasset noch nicht nach, Il. 4, 234; Od. 23, 59 u. öfter; auch = μήπως, μήπω τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται, 9, 102; μήπω μ' ἐρώτα, frage mich noch nicht, Soph. O. R. 740; auch wohl = μήποτε, vgl. Soph. El. 395; Lob. Phryn. 458; Mein. Men. 401; μήπω γε, nur jetzt wenigstens noch nicht, Aesch. prom. 634; Soph. Phil. 1395.
Greek (Liddell-Scott)
μήπω: ἢ μή πω, Ι. ὡς ἐπίρρ., μὴ ἀκόμη, Λατ. nondum, Ὀδ. Χ. 431, κτλ.· ἀλλὰ μήπω ταῦτα (δηλ. σκοπεῖτε) Δημ. 543. 14· ― ἐπὶ προτροπῆς, Ἀργεῖοι, μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἁλκῆς Ἰλ. Δ. 234., Ρ. 422, κτλ.· μήπω γε, μὴ ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 631· ἑπομένου τοῦ πρίν, Ἰλ. Σ. 134, Σοφ. Φ. 961, 1409· ― μετ’ εὐκτ. δηλούσης εὐχήν, μήπω μανείη Εὐρ. Ἑκ. 1278· ἐνίοτε ἁπλῶς ἐπὶ ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως, Σοφ. Ἠλ. 403, πρβλ. πω 2. ΙΙ. ὡς σύνδεσμ., μήπως, σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν... μή πώ τις (νῦν μή πώς τις) λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται Ὀδ. Ι. 402, κτλ.
French (Bailly abrégé)
v. μή in fine.
English (Autenrieth)
see μή and ποτέ, πού, πώ, πώς.
English (Strong)
from μή and -πω; not yet: not yet.
English (Thayer)
(or μή πω, L Tr in μή and πω) (from Homer down), adverb;
1. not yet: in construction with the accusative and infinitive, μήπω γάρ γεννηθέντων, though they were not yet born, lest in any way (?): Acts 27:29 Lachmann
Greek Monolingual
μήπω και μή πω (Α)
1. (ως επίρρ.) μη ακόμη, όχι ακόμη
2. (ως σύνδ.) μήπως.
Greek Monotonic
μήπω: ή μήπω,
I. ως επίρρ., όχι ακόμη, Λατ. nondum, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
II. ως σύνδ., ότι όχι ακόμη, μήπως ακόμη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.