νευρώδης: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νευρώδης]], -ῶδες) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νεύρα]], [[μυώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[έντονος]], [[γεμάτος]] [[ζωτικότητα]] («νευρώδες ύφος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρῶδες</i><br />α) το [[σημείο]] του σώματος που έχει [[πολλά]] [[νεύρα]]<br />β) το νευρικό [[σύστημα]]. | |mltxt=-ες (ΑΜ [[νευρώδης]], -ῶδες) [[νεύρον]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νεύρα]], [[μυώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[έντονος]], [[γεμάτος]] [[ζωτικότητα]] («νευρώδες ύφος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νευρῶδες</i><br />α) το [[σημείο]] του σώματος που έχει [[πολλά]] [[νεύρα]]<br />β) το νευρικό [[σύστημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νευρώδης:''' <b class="num">1)</b> состоящий из сухожилий ([[φλέψ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> богатый сухожилиями ([[κεφαλή]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A = νευροειδής, sinewy, Hp.VM22 (Comp.); τένοντες Id.Art.30; κεφαλή Pl.Ti.75b; φλέψ Arist.HA497a14, al.; μέρη Thphr.Lass.3 (Sup.); τόποι D.S. 2.56; ὀχετοί Aret.SD2.3; muscular, strong, Dicaearch. Hist.Fr.10 M.; τὸ ν. the sinewy parts, Antyll. ap. Orib.6.27.3, Gal.1.320, Orib. 5.29.7. II τὸ ν. the nervous system, Gal.19.538.
German (Pape)
[Seite 248] ες, voll Sehnen, nervig, kräftig; κεφαλή, Plat. Tim. 75 b; Arist. part. an. 3, 3; Luc. rhet. praec. 9; bes. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
νευρώδης: -ες, = νευροειδής, πλήρης νεύρων, ἰσχυρός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· τένων ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· κεφαλὴ Πλάτ. Τίμ. 75Β· φλὲψ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ νευρῶδες, τὸ νευρικὸν σύστημα, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ νευρώδης, -ῶδες) νεύρον
1. γεμάτος νεύρα, μυώδης
2. δυνατός, ισχυρός
νεοελλ.
πολύ έντονος, γεμάτος ζωτικότητα («νευρώδες ύφος»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νευρῶδες
α) το σημείο του σώματος που έχει πολλά νεύρα
β) το νευρικό σύστημα.
Russian (Dvoretsky)
νευρώδης: 1) состоящий из сухожилий (φλέψ Arst.);
2) богатый сухожилиями (κεφαλή Plat.).