νεόγραφος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεόγραφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα. | |mltxt=[[νεόγραφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεόγρᾰφος:''' -ον ([[γράφω]]), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A newly written, ἔρνεα AP4.1.55 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 241] neu, frisch gemalt, geschrieben, Mel. 1, 55 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
νεόγρᾰφος: -ον, ὁ νεωστὶ ζωγραφηθεὶς ἢ γραφείς, Ἀνθ. Π. 4. 1. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement peint ou écrit.
Étymologie: νέος, γράφω.
Greek Monolingual
νεόγραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα.
Greek Monotonic
νεόγρᾰφος: -ον (γράφω), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.