ὀρυκτής: Difference between revisions
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
(29) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ὀρυκτής | |||
|Medium diacritics=ὀρυκτής | |||
|Low diacritics=ορυκτής | |||
|Capitals=ΟΡΥΚΤΗΣ | |||
|Transliteration A=oryktḗs | |||
|Transliteration B=oryktēs | |||
|Transliteration C=oryktis | |||
|Beta Code=o)rukth/s | |||
|Definition=οῦ, ὁ, [[digger]], Aesop. 99.<br><b class="num"></b>[[ploughshare]] (cf. [[ὄρυξ]] I) or [[implement for digging]], Str. 7.4.6, 15.1.18. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab. |
Latest revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ, digger, Aesop. 99.
ploughshare (cf. ὄρυξ I) or implement for digging, Str. 7.4.6, 15.1.18.
German (Pape)
[Seite 388] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab.
Greek Monolingual
ο (Α ὀρύκτης) ορύσσω
αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας
νεοελλ.
1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι σκληρά
2. εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας σκαραβαιίδες, μεγάλοι σκαραβαίοι τών θερμών χωρών του παλαιού Κόσμου με παράξενη μορφή κεφαλής ρινόκερου
αρχ.
1. πτηνό που σκάβει με το ράμφος του τη γη για την ανεύρεση σπόρων ή σκουληκιών
2. είδος αρότρου ή το αυλάκι που ανοίγεται από το άροτρο κατά το όργωμα.