ὀβριμοεργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀβριμοεργός]], -όν (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άδικος]], [[ιδίως]] [[προς]] τους θεούς, [[ασεβής]], [[ανόσιος]] («[[σχέτλιος]], [[ὀβριμοεργός]], ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄβριμος]] «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
|mltxt=[[ὀβριμοεργός]], -όν (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άδικος]], [[ιδίως]] [[προς]] τους θεούς, [[ασεβής]], [[ανόσιος]] («[[σχέτλιος]], [[ὀβριμοεργός]], ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄβριμος]] «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀβρῐμοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που βιαιοπραγεί, [[ανόσιος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρῐμοεργός Medium diacritics: ὀβριμοεργός Low diacritics: οβριμοεργός Capitals: ΟΒΡΙΜΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: obrimoergós Transliteration B: obrimoergos Transliteration C: ovrimoergos Beta Code: o)brimoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403 ; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.

German (Pape)

[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.

English (Autenrieth)

(ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.

Greek Monolingual

ὀβριμοεργός, -όν (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα
2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιοςσχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ὀβρῐμοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που βιαιοπραγεί, ανόσιος, σε Ομήρ. Ιλ.