ὀψίζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψίζω]] (ΑΜ) [[οψέ]]<br /><b>1.</b> [[πράττω]] [[κάτι]] [[αργά]]<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]].
|mltxt=[[ὀψίζω]] (ΑΜ) [[οψέ]]<br /><b>1.</b> [[πράττω]] [[κάτι]] [[αργά]]<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψίζω:''' ([[ὀψέ]]), μέλ. <i>-ίσω</i>, κάνω, [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] [[αργά]], [[βραδέως]], καθυστερημένα, σε Ξεν. — Παθ., <i>ὀψισθέντες</i>, καθυστερημένοι, αυτοί που τους βρήκε η [[νύχτα]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψίζω Medium diacritics: ὀψίζω Low diacritics: οψίζω Capitals: ΟΨΙΖΩ
Transliteration A: opsízō Transliteration B: opsizō Transliteration C: opsizo Beta Code: o)yi/zw

English (LSJ)

(ὀψέ)

   A do, go, or come late, X.An.4.5.5, HG6.5.21, Plu.Lyc. 12:—Pass., ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς to be in the streets late at night, Lys.Fr.18, cf. X.Cyn.6.4; ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες belated, benighted, Id.Lac.6.4; ὠψίσθημεν τῆς ἀναγωγῆς Hld.5.22.

German (Pape)

[Seite 432] spät thun, spät od. zu spät kommen, Xen. Hell. 6, 5, 21 u. öfter, u. Sp.; – pass. sich verspäten, ὀψίζεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, noch spät Abends auf den Straßen sein, Lys. bei B. A. 110; Xen. Cyn. 6, 4; ὀψισθέντες, Lac. 6, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίζω: μέλλ. -ίσω, (ὀψὲ) πράττω τι ἀργά, ὑπάγωἔρχομαι ἀργά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 5, Ἑλλ. 6. 5, 21· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθητ., ὀψίζομαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, διαμένω ἀργὰ τὴν νύκτα ἐν ταῖς ὁδοῖς Λυσ. Ἀποσπ. 8, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6, 4· ὑπὸ θήρας ὀψισθέντες, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

faire qch tard, venir tard;
Moy. ὀψίζομαι (ao. ὠψίσθην) faire qch ou venir tard dans la soirée.
Étymologie: ὀψέ.

Greek Monolingual

ὀψίζω (ΑΜ) οψέ
1. πράττω κάτι αργά
2. πηγαίνω ή έρχομαι.

Greek Monotonic

ὀψίζω: (ὀψέ), μέλ. -ίσω, κάνω, πηγαίνω ή έρχομαι αργά, βραδέως, καθυστερημένα, σε Ξεν. — Παθ., ὀψισθέντες, καθυστερημένοι, αυτοί που τους βρήκε η νύχτα, στον ίδ.