οἰωνισμός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰωνισμός]]) [[οιωνίζομαι]]<br />[[παρατήρηση]] της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος.
|mltxt=ο (Α [[οἰωνισμός]]) [[οιωνίζομαι]]<br />[[παρατήρηση]] της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνισμός:''' ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνισμός Medium diacritics: οἰωνισμός Low diacritics: οιωνισμός Capitals: ΟΙΩΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oiōnismós Transliteration B: oiōnismos Transliteration C: oionismos Beta Code: oi)wnismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., LXXGe.44.5, al., Plu. Num.14.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

Greek Monolingual

ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.

Greek Monotonic

οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.