οἶνοψ: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἶνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] ερυθρού ή μαύρου οίνου, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]], [[κοκκινωπός]] (α. «[[μήτι]] δ' [[αὖτε]] [[κυβερνήτης]] ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν [[ἄροτρον]]... τιταίνετον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψ</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὄψ</i> «όψη», <b>βλ.</b> και λ. <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μήλ</i>-<i>οψ</i>]. | |mltxt=[[οἶνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] ερυθρού ή μαύρου οίνου, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]], [[κοκκινωπός]] (α. «[[μήτι]] δ' [[αὖτε]] [[κυβερνήτης]] ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν [[ἄροτρον]]... τιταίνετον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψ</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὄψ</i> «όψη», <b>βλ.</b> και λ. <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μήλ</i>-<i>οψ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἶνοψ:''' -οπος, ὁ (ὄψ), αυτός που έχει [[χρώμα]] κρασιού, στο σκούρο [[χρώμα]] του κρασιού, λέγεται για τη [[θάλασσα]] ([[ποτέ]] στην ονομ.), <i>ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ</i>, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το [[χρώμα]] του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
οπος, ὁ, (ὄψ)
A wine-coloured, Hom. (never in nom.) epith. of the sea, wine-dark, Il.23.316, Od.5.132, 2.421 ; of oxen, wine-red, deep-red, βόε οἴνοπε Il.13.703, Od.13.32 ; also οἰ. Βάκχος AP6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε Tryph.521.
Greek (Liddell-Scott)
οἶνοψ: -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Ὅμ. (οὐδαμοῦ κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ οἶνος (ἴδε οἶνος), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. οἰνωπός.
French (Bailly abrégé)
οἴνοπος (ὁ, ἡ)
de la couleur du vin, càd d’un rouge foncé.
Étymologie: οἶνος, ὤψ.
English (Autenrieth)
οπος: winy, wine-colored, epithet of the sea and of cattle, Od. 13.32.
Greek Monolingual
οἶνοψ, -οπος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ.
β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον... τιταίνετον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οψ (πιθ. < ὄψ «όψη», βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. μήλ-οψ].
Greek Monotonic
οἶνοψ: -οπος, ὁ (ὄψ), αυτός που έχει χρώμα κρασιού, στο σκούρο χρώμα του κρασιού, λέγεται για τη θάλασσα (ποτέ στην ονομ.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ.