ὀπτώ: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(29) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀπτώ]], οἱ, αἱ, τὰ (Α)<br />([[ηλειακός]] τ.) <b>βλ.</b> [[οκτώ]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀπτώ]], οἱ, αἱ, τὰ (Α)<br />([[ηλειακός]] τ.) <b>βλ.</b> [[οκτώ]].<br /><b>(II)</b><br />(Α ὀπτῶ, -άω)<br />(σχετικά με [[έδεσμα]]) [[ψήνω]] στη [[φωτιά]] [[χωρίς]] τη [[χρήση]] νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με ψάρια και αβγά) [[τηγανίζω]]<br /><b>2.</b> [[ψήνω]] [[φρυγανιά]] με [[τυρί]]<br /><b>3.</b> [[ψήνω]] σε φούρνο, [[κλιβανίζω]]<br /><b>4.</b> (για πλίνθους ή για πήλινα σκεύη) [[καμινεύω]]<br /><b>5.</b> (για τον ήλιο) [[καψαλίζω]], [[καίω]], [[αποξηραίνω]] («ἡ γῆ ὀπτᾱται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[βασανίζω]] υπερβολικά («τοῡτον ὀπτᾱν καὶ στρέφειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (για τον έρωτα) [[προκαλώ]] σφοδρή [[επιθυμία]], [[καταφλέγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀπτῶ</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], [[είναι]] παρ. της λ. [[ὀπτός]] (II), ενώ κατ' άλλους αποτελεί μεταρρηματικό παρ. σε -<i>τάω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρτάω</i>: [[αείρω]]))]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 10 January 2019
English (LSJ)
A v. ὀκτώ.
Greek Monolingual
(I)
ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α)
(ηλειακός τ.) βλ. οκτώ.
(II)
(Α ὀπτῶ, -άω)
(σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω
2. ψήνω φρυγανιά με τυρί
3. ψήνω σε φούρνο, κλιβανίζω
4. (για πλίνθους ή για πήλινα σκεύη) καμινεύω
5. (για τον ήλιο) καψαλίζω, καίω, αποξηραίνω («ἡ γῆ ὀπτᾱται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Ξεν.)
6. μτφ. α) βασανίζω υπερβολικά («τοῡτον ὀπτᾱν καὶ στρέφειν», Αριστοφ.)
β) (για τον έρωτα) προκαλώ σφοδρή επιθυμία, καταφλέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτῶ, κατά την επικρατέστερη άποψη, είναι παρ. της λ. ὀπτός (II), ενώ κατ' άλλους αποτελεί μεταρρηματικό παρ. σε -τάω (πρβλ. αρτάω: αείρω))].