ὀχλώδης: Difference between revisions
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀχλώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[όχλος]]<br />αυτός που προέρχεται από τον όχλο, [[χυδαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσάρεστος]], [[οχληρός]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πληγές) [[ενοχλητικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀχλῶδες</i><br />η [[οχληρότητα]]. | |mltxt=[[ὀχλώδης]], -ῶδες (ΑΜ) [[όχλος]]<br />αυτός που προέρχεται από τον όχλο, [[χυδαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]]<br /><b>2.</b> [[δυσάρεστος]], [[οχληρός]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πληγές) [[ενοχλητικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀχλῶδες</i><br />η [[οχληρότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀχλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κάτι]] που μοιάζει με όχλο· ομοίως,<br /><b class="num">1.</b> [[ταραχώδης]], [[ακυβέρνητος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ὀχλῶδες</i>, [[οχληρότητα]], το να προκαλεί [[κάποιος]] [[ενόχληση]] σε κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]], [[χυδαίος]], [[λαϊκός]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A turbulent, unruly, θηρίον Pl.R.590b; troublesome, of sores, Hp.Fract.11; τὸ ὀ. τῆς παρασκευῆς troublesomeness, Th.6.24. 2 common, vulgar, δόξα Plu.Cat.Ma.18; θρίαμβος Id.Luc. 37.
German (Pape)
[Seite 431] ες, d. i. ὀχλοειδής, dem großen Haufen ähnlich, unruhig, beunruhigend; ὑπὸ τῷ ὀχλώδει θηρίῳ, Plat. Rep. IX, 590 b; θρίαμβος, Plut. Luc. 37; τὸ ὀχλῶδες, Thuc. 6, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὄχλῳ, ὅθεν, 1) ταραχώδης, ἄτακτος, θηρίον Πλάτ. Πολ. 590Β˙ καθόλου, ὀχληρός, ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759˙ τὸ ὀχλ., ἡ ὀχληρότης, Θουκ. 6. 24. 2) κοινός, χυδαῖος, δόξα Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 18˙ θρίαμβος ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 37.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 tumultueux, turbulent ; τὸ ὀχλῶδες THC le tumulte, les embarras;
2 populaire, commun, vulgaire.
Étymologie: ὄχλος, -ωδης.
Greek Monolingual
ὀχλώδης, -ῶδες (ΑΜ) όχλος
αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος
αρχ.
1. θορυβώδης, ταραχώδης
2. δυσάρεστος, οχληρός
3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες
η οχληρότητα.
Greek Monotonic
ὀχλώδης: -ες (εἶδος), κάτι που μοιάζει με όχλο· ομοίως,
1. ταραχώδης, ακυβέρνητος, σε Πλάτ.· τὸ ὀχλῶδες, οχληρότητα, το να προκαλεί κάποιος ενόχληση σε κάποιον, σε Θουκ.
2. κοινός, χυδαίος, λαϊκός, σε Πλούτ.