παρακεντώ: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(31)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[κάνω]] [[παρακέντηση]] σε [[περίπτωση]] υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, [[απορροφώ]] [[υγρό]] από μια [[κοιλότητα]] του σώματος με [[παρακέντηση]] για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμώ]] με [[κέντημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυπώ]], [[κεντώ]] στις πλευρές, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] τον καταρράκτη του ματιού<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]] σε [[ενέδρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμοποιώ]] δόλο και [[απάτη]] [[εναντίον]] κάποιου, [[συκοφαντώ]] ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[ερμηνεία]], [[ανακινώ]] πλαγίως («[[πεπλασμένως]] τὸ πρᾱγμα παρακεντοῡσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κεντῶ</i> «[[κεντρίζω]]»].
|mltxt=-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[κάνω]] [[παρακέντηση]] σε [[περίπτωση]] υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, [[απορροφώ]] [[υγρό]] από μια [[κοιλότητα]] του σώματος με [[παρακέντηση]] για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμώ]] με [[κέντημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυπώ]], [[κεντώ]] στις πλευρές, στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]] τον καταρράκτη του ματιού<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]] σε [[ενέδρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[χρησιμοποιώ]] δόλο και [[απάτη]] [[εναντίον]] κάποιου, [[συκοφαντώ]] ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[ερμηνεία]], [[ανακινώ]] πλαγίως («[[πεπλασμένως]] τὸ πρᾱγμα παρακεντοῦσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κεντῶ</i> «[[κεντρίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

Greek Monolingual

-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ
ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα του σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
διακοσμώ με κέντημα
αρχ.
1. τρυπώ, κεντώ στις πλευρές, στα πλάγια
2. αφαιρώ τον καταρράκτη του ματιού
3. πιθ. χτυπώ, πλήττω σε ενέδρα
4. μτφ. χρησιμοποιώ δόλο και απάτη εναντίον κάποιου, συκοφαντώ ή, κατά άλλη ερμηνεία, ανακινώ πλαγίως («πεπλασμένως τὸ πρᾱγμα παρακεντοῦσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κεντῶ «κεντρίζω»].