προαγωγεύω: Difference between revisions
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[προαγωγός]]<br />[[εκτελώ]] το [[έργο]] προαγωγού, [[παρακινώ]], [[εξωθώ]] σε [[πορνεία]], [[είμαι]] [[προαγωγός]], [[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ενεργώ]] ως [[προξενητής]], [[προξενεύω]] («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=ΝΑ [[προαγωγός]]<br />[[εκτελώ]] το [[έργο]] προαγωγού, [[παρακινώ]], [[εξωθώ]] σε [[πορνεία]], [[είμαι]] [[προαγωγός]], [[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ενεργώ]] ως [[προξενητής]], [[προξενεύω]] («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προᾰγωγεύω:''' ([[προαγωγός]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαστροπεύω]], σε Νόμ. παρ' Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προαγωγεύω]] ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A prostitute or procure, ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα Lex ap. Aeschin.1.14, cf. Ps.-Phoc.177, Plu.Sol. 23:—Pass., Theopomp.Hist.240. 2 metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν π. ὀφθαλμοῖς Ar.Nu.980; π. τινὰ Προδίκῳ X. Smp.4.62.
German (Pape)
[Seite 705] verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγωγεύω: (προαγωγὸς) ἐκτελῶ ἔργον προαγωγοῦ, μαστροπεύω, παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., οἶδα μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.
French (Bailly abrégé)
prostituer.
Étymologie: προαγωγός.
Greek Monolingual
ΝΑ προαγωγός
εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός
αρχ.
μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
προᾰγωγεύω: (προαγωγός), μέλ. -σω,
1. μαστροπεύω, σε Νόμ. παρ' Αισχίν.
2. μεταφ., προαγωγεύω ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.