προκλητικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προκλητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προκαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, [[αυθάδης]] (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή φέρεται [[κατά]] τρόπο που να δελεάζει, ο [[διεγερτικός]] της ερωτικής επιθυμίας, [[σαγηνευτικός]] (α. «προκλητική [[στάση]]» β. «προκλητική [[ματιά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]], [[πράγμα]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καλεί, να προσκαλεί («τὸ [[μέλος]] προκλητικόν» — λεγόταν για το [[τραγούδι]] της πέρδικας, Αιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ένα [[αποτέλεσμα]], [[πρόξενος]], [[αίτιος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) <i>τὸ προκλητικόν</i> («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προκλητικώς</i>/<i>προκλητικῶς</i> ΝΑ και <i>προκλητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προκλητικό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.
|mltxt=-ή, -ό / [[προκλητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προκαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, [[αυθάδης]] (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή φέρεται [[κατά]] τρόπο που να δελεάζει, ο [[διεγερτικός]] της ερωτικής επιθυμίας, [[σαγηνευτικός]] (α. «προκλητική [[στάση]]» β. «προκλητική [[ματιά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]], [[πράγμα]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καλεί, να προσκαλεί («τὸ [[μέλος]] προκλητικόν» — λεγόταν για το [[τραγούδι]] της πέρδικας, Αιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ένα [[αποτέλεσμα]], [[πρόξενος]], [[αίτιος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) <i>τὸ προκλητικόν</i> («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προκλητικώς</i>/<i>προκλητικῶς</i> ΝΑ και <i>προκλητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προκλητικό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκλητικός Medium diacritics: προκλητικός Low diacritics: προκλητικός Capitals: ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: proklētikós Transliteration B: proklētikos Transliteration C: proklitikos Beta Code: proklhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A calling forth, challenging, τὸ μέλος π., of the partridge, Ael. NA4.16; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.Marc.7: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.Inv.3.13 (also in Comp., ibid.); provocative of, stimulating, οὔρων Dsc.1.115.4, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.

German (Pape)

[Seite 730] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, μέλος προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui provoque.
Étymologie: προκαλέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προκλητικός, -ή, -όν, ΝΑ προκαλῶ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά»)
2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας, σαγηνευτικός (α. «προκλητική στάση» β. «προκλητική ματιά»)
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια, πράγμα) αυτός που έχει την ιδιότητα να καλεί, να προσκαλεί («τὸ μέλος προκλητικόν» — λεγόταν για το τραγούδι της πέρδικας, Αιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ένα αποτέλεσμα, πρόξενος, αίτιος
3. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) τὸ προκλητικόν («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», Πλούτ.).
επίρρ...
προκλητικώς/προκλητικῶς ΝΑ και προκλητικά Ν
κατά τρόπο προκλητικό
νεοελλ.
με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.

Greek Monotonic

προκλητικός: -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει εμπρός, προκλητικός· προκλητικόν, τό, πρόκληση, σε Πλούτ.