προσδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] επί [[πλέον]] (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποστερώ]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] [[επίσης]] [[έκτρωση]] του εμβρύου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] κάποιον ή [[κάτι]] επί [[πλέον]] (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ [[ξυνών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποστερώ]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[προκαλώ]] [[επίσης]] [[έκτρωση]] του εμβρύου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσδιαφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] [[επιπλέον]], σε Σοφ. — Παθ., [[χάνομαι]], [[πεθαίνω]], σε Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαφθείρω Medium diacritics: προσδιαφθείρω Low diacritics: προσδιαφθείρω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: prosdiaphtheírō Transliteration B: prosdiaphtheirō Transliteration C: prosdiaftheiro Beta Code: prosdiafqei/rw

English (LSJ)

   A destroy besides, τινα S.Ph.76, cf. Plu.Cam.22, Lib.Ep.26.1:—Pass., perish besides, Isoc.19.29.    II corrupt, spoil besides, τοὺς λοιποὺς ταπιδοφάντας PCair Zen. 484.16 (iii B.C.); τὴν τροφήν Sor.1.53; τὸ χρηστὸν αἷμα Gal. ap. Orib.51.36.2; τὸ ὑπάρχον cause abortion of the existing foetus as well, Hp.Vict.1.31.    III pervert besides, τινὰ ἐλπίσι Plu.Cic.17, cf. Luc.30:—Pass., J.BJ4.3.2.

German (Pape)

[Seite 756] noch dazu vernichten, verderben; Soph. ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών, Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω προσέτι, τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι προσέτι, Ἰσοκρ. 390Β.

French (Bailly abrégé)

perdre ou faire périr en outre.
Étymologie: πρός, διαφθείρω.

Greek Monolingual

Α
1. καταστρέφω κάποιον ή κάτι επί πλέον (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών», Σοφ.)
2. αποστερώ επί πλέον
3. προκαλώ επίσης έκτρωση του εμβρύου
4. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω.

Greek Monotonic

προσδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω επιπλέον, σε Σοφ. — Παθ., χάνομαι, πεθαίνω, σε Ισοκρ.