προσπλάζω: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(ως ποιητ. συντετμημένος τ. του [[προσπελάζω]]) [[χτυπώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[προσκρούω]] («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάζω]] «[[πλήττω]], [[χτυπώ]]»].
|mltxt=Α<br />(ως ποιητ. συντετμημένος τ. του [[προσπελάζω]]) [[χτυπώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[προσκρούω]] («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάζω]] «[[πλήττω]], [[χτυπώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπλάζω:''' ποιητ. συντετμ. του [[προσπελάζω]] (αμτβ.), [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλάζω Medium diacritics: προσπλάζω Low diacritics: προσπλάζω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΑΖΩ
Transliteration A: prosplázō Transliteration B: prosplazō Transliteration C: prosplazo Beta Code: prospla/zw

English (LSJ)

   A beat or knock against, touch, κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται Il.12.285: c. dat., [λίμνη] προσέπλαζε γενείῳ Od.11.583; γαίης . . πεῖρας . . ἠέρι προσπλάζον Xenoph.28.2.

German (Pape)

[Seite 778] = προσπελάζω, aus dem es verkürzt ist, sich nähern, nahe herankommen (oder anplatschen, heranrauschen?); κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται, Il. 12, 285; ἡ δὲ (λίμνη) προσέπλαζε γενείῳ, Od. 11, 583.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλάζω: ποιητ. συντετμημένον ἀντὶ τοῦ προσπελάζω (ἀμεταβ.), ἔρχομαι πλησίον, ἐγγίζω, Ἰλ. Μ. 285· μετὰ δοτ., Ὀδ. Λ. 583, Ξενοφάν. 12 Kaisten.

French (Bailly abrégé)

s’approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, πλάζω.

Greek Monolingual

Α
(ως ποιητ. συντετμημένος τ. του προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»].

Greek Monotonic

προσπλάζω: ποιητ. συντετμ. του προσπελάζω (αμτβ.), έρχομαι κοντά, πλησιάζω, προσεγγίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.