πτωκάς: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> δειλή, φοβισμένη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζαρωμένη («[[πτωκάς]] [[κύπειρος]]», Σιμμ.)<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) «<i>αἱ πτωκάδες</i>» — οι Άρπυιες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτώξ]], -<i>κός</i> «[[δειλός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πελει</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> δειλή, φοβισμένη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζαρωμένη («[[πτωκάς]] [[κύπειρος]]», Σιμμ.)<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) «<i>αἱ πτωκάδες</i>» — οι Άρπυιες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτώξ]], -<i>κός</i> «[[δειλός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πελει</i>-<i>άς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτωκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[πτώσσω]]), δειλή, φοβισμένη, Επικ., σε Όμηρ.· <i>πτωκάδες</i>, σε Σοφ.· φαίνεται να είναι τα φοβισμένα πλάσματα, τα πουλιά.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωκάς Medium diacritics: πτωκάς Low diacritics: πτωκάς Capitals: ΠΤΩΚΑΣ
Transliteration A: ptōkás Transliteration B: ptōkas Transliteration C: ptokas Beta Code: ptwka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (πτώξ, πτώσσω)

   A timorous, πτωκάσιν αἰθυίῃσι Hom. Epigr.8.2; π. κύπειρος crouching, low, Simm.12.    II pl. as Subst., timorous ones, i.e. birds, S.Ph.1093 (lyr., dub.l.).

German (Pape)

[Seite 812] άδος, ἡ, fem. zu πτώξ, scheu, flüchtig, furchtsam; Hom. ep. 8, 2; bei Soph. Phil. 1083 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

πτωκάς: -άδος, ἡ, (πτώξ, πτώσσω), δειλή, πεφοβημένη, πτωκάσιν αἰθυίῃσι, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 8, 2· πτωκὰς κύπειρος, συνεσταλμένη, «ζαρωμένη», «παρὰ Σιμμίᾳ ἡ πόα, διὰ τὸ χθαμαλὴ εἶναι» Ἡσύχ.· - ἐν Σοφ. Φιλ. 1093, τὸ πτωκάδες λαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὡς οὐσιαστ., σημαῖνον τὰς Ἁρπυίας, παρέχον συγχρόνως καί τινας ποικιλίας γραφῆς, οἷον πτωχάδες, πρωτάδες (ὁ Brunck προτείνει πλωάδες, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054), δρομάδες.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
qui s’abat sur ; αἱ πτωκάδες oiseaux de proie ou Harpyies.
Étymologie: πίπτω.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. δειλή, φοβισμένη
2. μτφ. ζαρωμένη («πτωκάς κύπειρος», Σιμμ.)
3. (στον πληθ. ως ουσ.) «αἱ πτωκάδες» — οι Άρπυιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτώξ, -κός «δειλός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πελει-άς)].

Greek Monotonic

πτωκάς: -άδος, ἡ (πτώσσω), δειλή, φοβισμένη, Επικ., σε Όμηρ.· πτωκάδες, σε Σοφ.· φαίνεται να είναι τα φοβισμένα πλάσματα, τα πουλιά.