πυρίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / πυρῑτις, -ίτιδος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άκαπνη [[πυρίτιδα]]» — εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα σχετικά χαμηλής περιεκτικότητας σε [[άζωτο]], που διαλύεται πλήρως σε [[μίγμα]] αιθέρα-αιθυλικής αλκοόλης στην οποία προσέθεταν παλιότερα μια μικρή [[ποσότητα]] διφαινυλαμίνης, η οποία δρα ως [[σταθεροποιητής]], ενώ [[σήμερα]] ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται [[σχεδόν]] αποκλειστικά καθαρή [[κυτταρίνη]] προερχόμενη από την [[κατεργασία]] ξύλων, [[αντί]] τών ινών του βαμβακιού που χρησιμοποιούνταν παλιότερα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η πρώτη εκρηκτική ύλη που παρασκεύαζε ο [[άνθρωπος]] και η οποία [[είναι]] [[μίγμα]] νίτρου, θείου και ξυλάνθρακα χρησιμοποιούμενη [[σήμερα]] σε περιορισμένες εφαρμογές λόγω της εμφανούς υπεροχής της άκαπνης πυρίτιδας, αλλ. μαύρη [[πυρίτιδα]], κν. [[μπαρούτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[πύρεθρο]]<br /><b>2.</b> [[άγνωστος]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[νάρδος]] ορεινή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i>, θηλ. του -[[ίτης]]).
|mltxt=η / πυρῑτις, -ίτιδος, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άκαπνη [[πυρίτιδα]]» — εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα σχετικά χαμηλής περιεκτικότητας σε [[άζωτο]], που διαλύεται πλήρως σε [[μίγμα]] αιθέρα-αιθυλικής αλκοόλης στην οποία προσέθεταν παλιότερα μια μικρή [[ποσότητα]] διφαινυλαμίνης, η οποία δρα ως [[σταθεροποιητής]], ενώ [[σήμερα]] ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται [[σχεδόν]] αποκλειστικά καθαρή [[κυτταρίνη]] προερχόμενη από την [[κατεργασία]] ξύλων, [[αντί]] τών ινών του βαμβακιού που χρησιμοποιούνταν παλιότερα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η πρώτη εκρηκτική ύλη που παρασκεύαζε ο [[άνθρωπος]] και η οποία [[είναι]] [[μίγμα]] νίτρου, θείου και ξυλάνθρακα χρησιμοποιούμενη [[σήμερα]] σε περιορισμένες εφαρμογές λόγω της εμφανούς υπεροχής της άκαπνης πυρίτιδας, αλλ. μαύρη [[πυρίτιδα]], κν. [[μπαρούτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[πύρεθρο]]<br /><b>2.</b> [[άγνωστος]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[νάρδος]] ορεινή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i>, θηλ. του -[[ίτης]]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

η / πυρῑτις, -ίτιδος, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» — εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα σχετικά χαμηλής περιεκτικότητας σε άζωτο, που διαλύεται πλήρως σε μίγμα αιθέρα-αιθυλικής αλκοόλης στην οποία προσέθεταν παλιότερα μια μικρή ποσότητα διφαινυλαμίνης, η οποία δρα ως σταθεροποιητής, ενώ σήμερα ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά καθαρή κυτταρίνη προερχόμενη από την κατεργασία ξύλων, αντί τών ινών του βαμβακιού που χρησιμοποιούνταν παλιότερα
νεοελλ.-μσν.
η πρώτη εκρηκτική ύλη που παρασκεύαζε ο άνθρωπος και η οποία είναι μίγμα νίτρου, θείου και ξυλάνθρακα χρησιμοποιούμενη σήμερα σε περιορισμένες εφαρμογές λόγω της εμφανούς υπεροχής της άκαπνης πυρίτιδας, αλλ. μαύρη πυρίτιδα, κν. μπαρούτι
αρχ.
1. το φυτό πύρεθρο
2. άγνωστος πολύτιμος λίθος
3. το φυτό νάρδος ορεινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -ῖτις, θηλ. του -ίτης].