ῥᾳδιούργημα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ῥᾳδιούργημα]], ΝΜΑ [[ραδιουργῶ]]<br />δόλια [[ενέργεια]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κακούργημα]] («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ [[ῥᾳδιούργημα]] πονηρόν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απερίσκεπτη [[πράξη]]<br /><b>2.</b> ψεύτικη, [[πλαστή]] [[ιστορία]], [[κατασκεύασμα]] της φαντασίας.
|mltxt=το / [[ῥᾳδιούργημα]], ΝΜΑ [[ραδιουργῶ]]<br />δόλια [[ενέργεια]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κακούργημα]] («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ [[ῥᾳδιούργημα]] πονηρόν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απερίσκεπτη [[πράξη]]<br /><b>2.</b> ψεύτικη, [[πλαστή]] [[ιστορία]], [[κατασκεύασμα]] της φαντασίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾳδιούργημα:''' -ατος, τό, απερίσκεπτη [[πράξη]], [[κακούργημα]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳδιούργημα Medium diacritics: ῥᾳδιούργημα Low diacritics: ραδιούργημα Capitals: ΡΑΔΙΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: rhāidioúrgēma Transliteration B: rhadiourgēma Transliteration C: radioyrgima Beta Code: r(a|diou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A misdeed, villany. D.H.1.77, Act.Ap.18.14, Plu.Pyrrh.6.

German (Pape)

[Seite 831] τό, leichtsinnige, nachlässige, unbesonnene Handlung; Luc. calumn. 20; D. Hal. 1, 77; Plut. Pyrrh. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳδιούργημα: τό, πρᾶξις ἀπερίσκεπτος, κακούργημα, Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλουτ. Πύρρ. 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action légère, inconsidérée.
Étymologie: ῥᾳδιουργέω.

English (Strong)

from a comparative of rhaidios (easy, i.e. reckless) and ἔργον; easy-going behavior, i.e. (by extension) a crime: lewdness.

Greek Monolingual

το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ ραδιουργῶ
δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)
αρχ.
1. απερίσκεπτη πράξη
2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα της φαντασίας.

Greek Monotonic

ῥᾳδιούργημα: -ατος, τό, απερίσκεπτη πράξη, κακούργημα, σε Πλούτ.