σκορδίνημα: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(37)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κορδίνημα]], τὸ, Α [[σκορδινῶμαι]]<br />η [[κατάσταση]] του σκορδινῶμαι, το [[τέντωμα]] τών [[άκρων]] του σώματος.
|mltxt=και [[κορδίνημα]], τὸ, Α [[σκορδινῶμαι]]<br />η [[κατάσταση]] του σκορδινῶμαι, το [[τέντωμα]] τών [[άκρων]] του σώματος.
}}
{{elnl
|elnltext=σκορδίνημα -ατος, τό [σκορδινάομαι] het zich strekken of uitrekken.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορδῐνημα Medium diacritics: σκορδίνημα Low diacritics: σκορδίνημα Capitals: ΣΚΟΡΔΙΝΗΜΑ
Transliteration A: skordínēma Transliteration B: skordinēma Transliteration C: skordinima Beta Code: skordi/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A stretching, Hp.Epid.2.3.1; also σκορδῐν-ησμός, ὁ, ib.6.5.1 (σκορδῐν-ισμός codd., as in Gal.17(2).244).

German (Pape)

[Seite 904] τό, auch κορδίνημα, das Recken der Glieder, bes. bei Schlaftrunkenen, Hippocr.

Greek Monolingual

και κορδίνημα, τὸ, Α σκορδινῶμαι
η κατάσταση του σκορδινῶμαι, το τέντωμα τών άκρων του σώματος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκορδίνημα -ατος, τό [σκορδινάομαι] het zich strekken of uitrekken.