σταφυλάγρα: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(38) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[χειρουργική]] [[λαβίδα]] με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] χειρουργικών επεμβάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]] / [[σταφυλίς]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[σύλληψη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]])]. | |mltxt=η, ΝΑ<br />[[χειρουργική]] [[λαβίδα]] με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] χειρουργικών επεμβάσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]] / [[σταφυλίς]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[σύλληψη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σταφυλάγρα -ας, ἡ [σταφυλή, ἄγρα] pincet (om de huig naar buiten te brengen). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A forceps for taking hold of the uvula, Hp.Medic.9, Paul.Aeg.6.31.
German (Pape)
[Seite 931] ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰφῠλάγρα: ἡ, (σταφυλή, ἀγρεύω) λαβὶς δι’ ἧς λαμβάνεται ἡ (πρὸ τοῦ φάρυγγος) σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, Ἱππ. 21. 20, Παῦλ. Αἰγ. 6. 31· ὅστις ἔχει καὶ (3. 26) σταφυλεπάρτης, ὁ, (ἐπαίρω) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ-άγρα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταφυλάγρα -ας, ἡ [σταφυλή, ἄγρα] pincet (om de huig naar buiten te brengen).