συνεκδοχή: Difference between revisions
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεκδοχή''': ἡ, τὸ ἐννοεῖν τι [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἄλλου· [[ὅθεν]] ἐν τῇ Ρητορικῇ συνεκδοχὴ καλεῖται [[πλάγιος]] [[τρόπος]] ἐκφράσεως, καθ’ ὅν τὸ ὅλον τίθεται ἀντὶ τοῦ μέρους καὶ τἀνάπαλιν, Κυντιλ. Instt. 8. 6, 19, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 671, [[ἔνθα]] ἀριθμοῦνται 13 εἴδη συνεκδοχῶν. | |lstext='''συνεκδοχή''': ἡ, τὸ ἐννοεῖν τι [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἄλλου· [[ὅθεν]] ἐν τῇ Ρητορικῇ συνεκδοχὴ καλεῖται [[πλάγιος]] [[τρόπος]] ἐκφράσεως, καθ’ ὅν τὸ ὅλον τίθεται ἀντὶ τοῦ μέρους καὶ τἀνάπαλιν, Κυντιλ. Instt. 8. 6, 19, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 671, [[ἔνθα]] ἀριθμοῦνται 13 εἴδη συνεκδοχῶν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συνεκδέχομαι]]<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο [[είναι]] δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα [[αντί]] του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως<br />β) το [[μέρος]] [[αντί]] του όλου και αντιστρόφως<br />γ) η ύλη [[αντί]] του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο [[αντί]] της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως<br /><b>αρχ.</b><br />το να αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συνεκδέχομαι]]<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο [[είναι]] δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα [[αντί]] του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως<br />β) το [[μέρος]] [[αντί]] του όλου και αντιστρόφως<br />γ) η ύλη [[αντί]] του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο [[αντί]] της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως<br /><b>αρχ.</b><br />το να αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[συνεκδέχομαι]]<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο [[είναι]] δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα [[αντί]] του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως<br />β) το [[μέρος]] [[αντί]] του όλου και αντιστρόφως<br />γ) η ύλη [[αντί]] του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο [[αντί]] της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως<br /><b>αρχ.</b><br />το να αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A understanding one thing with another: hence in Rhet., synecdoche, an indirect mode of expression, when the whole is put for a part or vice versa, Quint.Inst.8.6.19, Aristid.Quint.2.9, Ps.-Plu.Vit.Hom.22.
German (Pape)
[Seite 1012] ἡ, eigtl. das Mitverstehen. – In der Rhetorik eine Art des Ausdrucks, wobei der eigentliche Begriff nur angedeutet, nicht wirklich ausgedrückt ist, bes. wenn ein Theil für das Ganze oder umgekehrt das Ganze für einen Theil gesetzt ist, Quinctil. instit. 8, 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκδοχή: ἡ, τὸ ἐννοεῖν τι ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου· ὅθεν ἐν τῇ Ρητορικῇ συνεκδοχὴ καλεῖται πλάγιος τρόπος ἐκφράσεως, καθ’ ὅν τὸ ὅλον τίθεται ἀντὶ τοῦ μέρους καὶ τἀνάπαλιν, Κυντιλ. Instt. 8. 6, 19, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 671, ἔνθα ἀριθμοῦνται 13 εἴδη συνεκδοχῶν.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνεκδέχομαι
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα αντί του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως
β) το μέρος αντί του όλου και αντιστρόφως
γ) η ύλη αντί του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο αντί της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως
αρχ.
το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνεκδέχομαι
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα αντί του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως
β) το μέρος αντί του όλου και αντιστρόφως
γ) η ύλη αντί του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο αντί της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως
αρχ.
το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι συγχρόνως με κάποιον άλλο.