σύγκολλος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος με [[κόλλα]], συγκολλημένος<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>σύγκολλα</i><br />σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκόλλως</i> Α<br /><b>1.</b> σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]], ταιριαστά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συγκόλλως ἔχω» — [[συμφωνώ]], [[συναινώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρόσ</i>-<i>κολλος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος με [[κόλλα]], συγκολλημένος<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>σύγκολλα</i><br />σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκόλλως</i> Α<br /><b>1.</b> σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]], ταιριαστά<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συγκόλλως ἔχω» — [[συμφωνώ]], [[συναινώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρόσ</i>-<i>κολλος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύγκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), κολλημένος, συγκολλημένος· επίρρ., <i>συγκόλλως ἔχειν</i>, σε απόλυτη [[αρμογή]], [[συμφωνία]] με, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κόλλα)
A glued together, βάρη Nic.Fr.78:—mostly in Adv. συγκόλλως, in accordance with, ἐμοί A.Supp.310; σ. ἔχειν to agree, Id.Ch.542; σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι App.Anth.7.6: also neut. pl. as Adv., λόγος σύγκολλα . . τεκταίνεται S.Fr.867.
German (Pape)
[Seite 969] (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῦτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).
Greek (Liddell-Scott)
σύγκολλος: -ον, (κόλλα) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. συμφώνως, ἐν συμφωνίᾳ πρός..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λόγος σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
collé ensemble ; fig. qui s’accorde ou se rapporte exactement.
Étymologie: σύν, κόλλα.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα
σύμφωνα με κάτι άλλο.
επίρρ...
συγκόλλως Α
1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά
2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» — συμφωνώ, συναινώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. πρόσ-κολλος].
Greek Monolingual
-ον, Α
1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα
σύμφωνα με κάτι άλλο.
επίρρ...
συγκόλλως Α
1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά
2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» — συμφωνώ, συναινώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. πρόσ-κολλος].
Greek Monotonic
σύγκολλος: -ον (κόλλα), κολλημένος, συγκολλημένος· επίρρ., συγκόλλως ἔχειν, σε απόλυτη αρμογή, συμφωνία με, σε Αισχύλ.