συμμαθητής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ<br />[[φοιτώ]] σε [[σχολείο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθητεύει [[μαζί]] με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια [[τέχνη]] στον ίδιο δάσκαλο [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαθητής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
|mltxt=ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ<br />[[φοιτώ]] σε [[σχολείο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθητεύει [[μαζί]] με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια [[τέχνη]] στον ίδιο δάσκαλο [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαθητής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμᾰθητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μαθαίνει ή διδάσκεται από κοινού με άλλον ή άλλους, [[συμμαθητής]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰθητής Medium diacritics: συμμαθητής Low diacritics: συμμαθητής Capitals: ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΣ
Transliteration A: symmathētḗs Transliteration B: symmathētēs Transliteration C: symmathitis Beta Code: summaqhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellow-disciple, schoolfellow, Pl.Euthd.272c, Gal. 12.835, Ps.-Callisth.1.13; ἐγένονθ' ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης fellow-pupils in the art, Anaxipp.1.2.

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, Mitschüler, τινί, Plat. Euthyd. 272 c.

Greek (Liddell-Scott)

συμμᾰθητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖσε ἄλλους συμμαθητάς μοι φοιτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· ἐγένονθ’ ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης, μανθάνοντες ἢ διδασκόμενοι ὁμοῦ τὴν τέχνην, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
condisciple.
Étymologie: συμμανθάνω.

English (Strong)

from a compound of σύν and μανθάνω; a co-learner (of Christianity): fellow disciple.

English (Thayer)

(T WH συνμαθητης (cf. ἀπό, II. at the end)), συμμαθητου, ὁ, a fellow-disciple: Plato, Euthyd., p. 272c.; Aesop fab. 48). (Phrynichus says that σύν is not prefixed to πολίτης, δημότης, φυλέτης, and the like, but only to those nouns which denote an association which is πρόσκαιρος i. e. temporary, as συενφηβος, συνθιασώτης, συμπότης. The Latin also observes the same distinction and says commilito meus, but not concivis, but civis meus; see Phryn. ed. Lob., p. 471; (cf. p. 172; Winer's 25).)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ
φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. αυτός που μαθητεύει μαζί με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια τέχνη στον ίδιο δάσκαλο μαζί με άλλον ή με άλλους
2. χαρακτηρισμός τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαθητής (< μανθάνω)].

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ
φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. αυτός που μαθητεύει μαζί με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια τέχνη στον ίδιο δάσκαλο μαζί με άλλον ή με άλλους
2. χαρακτηρισμός τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαθητής (< μανθάνω)].

Greek Monotonic

συμμᾰθητής: -οῦ, ὁ, αυτός που μαθαίνει ή διδάσκεται από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμαθητής, σε Πλάτ.