συμπολιτεία: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[συμπολιτεύομαι]]<br />[[ένωση]] κρατών που διατηρεί το καθένα την τοπική του [[κυβέρνηση]], [[αλλά]] όλα [[μαζί]] αναγνωρίζουν την κεντρική [[εξουσία]] και ειδικότερα στην [[ορολογία]] του διακρατικού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην [[αρχαιότητα]], και της αρχαίας πολιτειολογίας, το [[σύνολο]] τών πολιτικών δικαιωμάτων που είχαν οι πολίτες δύο ή περισσότερων [[πόλεων]]-κρατών σε ένα ομοσπονδιακό [[κράτος]] συγκείμενο από τις πόλεις τους (α. «Αχαϊκή [[συμπολιτεία]]» β. «Αφρικανική [[συμπολιτεία]]»).
|mltxt=η, ΝΑ [[συμπολιτεύομαι]]<br />[[ένωση]] κρατών που διατηρεί το καθένα την τοπική του [[κυβέρνηση]], [[αλλά]] όλα [[μαζί]] αναγνωρίζουν την κεντρική [[εξουσία]] και ειδικότερα στην [[ορολογία]] του διακρατικού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην [[αρχαιότητα]], και της αρχαίας πολιτειολογίας, το [[σύνολο]] τών πολιτικών δικαιωμάτων που είχαν οι πολίτες δύο ή περισσότερων [[πόλεων]]-κρατών σε ένα ομοσπονδιακό [[κράτος]] συγκείμενο από τις πόλεις τους (α. «Αχαϊκή [[συμπολιτεία]]» β. «Αφρικανική [[συμπολιτεία]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπολῑτεία:''' ἡ, ομόσπονδη [[ένωση]] [[πόλεων]], [[συνομοσπονδία]], [[ομοσπονδία]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπολῑτεία Medium diacritics: συμπολιτεία Low diacritics: συμπολιτεία Capitals: ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑ
Transliteration A: sympoliteía Transliteration B: sympoliteia Transliteration C: sympoliteia Beta Code: sumpolitei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A federal union of several states, with interchange of civic rights, confederacy, τῶν Ἀχαιῶν Plb.3.5.6, cf. 2.41.12, 44.5, D.S.29.18.    2 sharing of political life, Phld.Mus.p.93 K. (pl.).

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, politische Verbindung mehrerer Städte od. Staaten, Städtebund; Pol. 2, 41, 12. 44, 4; τῶν Ἀχαιῶν, der Achäische Bund, 1, 3, 5 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συμπολῑτεία: ἡ, ἕνωσις πολλῶν πολιτειῶν εἰς ὁμοσπονδίαν ἐν συγκοινωνίᾳ ἢ ἐναλλαγῇ τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, ὁμοσπονδία, Λακεδαιμονίων τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Πολύβ. 3. 5, 6, πρβλ. 2. 41, 12., 44. 5, κτλ.· ἴδε Nieb. R. H. 2. σ. 51. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131, 392.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
égalité des droits politiques accordée à l’ensemble des citoyens d’une Cité dans une autre.
Étymologie: συμπολίτης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συμπολιτεύομαι
ένωση κρατών που διατηρεί το καθένα την τοπική του κυβέρνηση, αλλά όλα μαζί αναγνωρίζουν την κεντρική εξουσία και ειδικότερα στην ορολογία του διακρατικού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην αρχαιότητα, και της αρχαίας πολιτειολογίας, το σύνολο τών πολιτικών δικαιωμάτων που είχαν οι πολίτες δύο ή περισσότερων πόλεων-κρατών σε ένα ομοσπονδιακό κράτος συγκείμενο από τις πόλεις τους (α. «Αχαϊκή συμπολιτεία» β. «Αφρικανική συμπολιτεία»).

Greek Monolingual

η, ΝΑ συμπολιτεύομαι
ένωση κρατών που διατηρεί το καθένα την τοπική του κυβέρνηση, αλλά όλα μαζί αναγνωρίζουν την κεντρική εξουσία και ειδικότερα στην ορολογία του διακρατικού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην αρχαιότητα, και της αρχαίας πολιτειολογίας, το σύνολο τών πολιτικών δικαιωμάτων που είχαν οι πολίτες δύο ή περισσότερων πόλεων-κρατών σε ένα ομοσπονδιακό κράτος συγκείμενο από τις πόλεις τους (α. «Αχαϊκή συμπολιτεία» β. «Αφρικανική συμπολιτεία»).

Greek Monotonic

συμπολῑτεία: ἡ, ομόσπονδη ένωση πόλεων, συνομοσπονδία, ομοσπονδία, σε Πολύβ.