συμπείθω: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πείθω]]<br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον εντελώς («[[μετὰ]] λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρασύρω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπείθομαι</i><br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] [[μαζί]] με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).
|mltxt=Α [[πείθω]]<br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον εντελώς («[[μετὰ]] λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρασύρω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπείθομαι</i><br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] [[μαζί]] με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], σε Ξεν.· επίσης, [[συμπείθω]] τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπείθω Medium diacritics: συμπείθω Low diacritics: συμπείθω Capitals: ΣΥΜΠΕΙΘΩ
Transliteration A: sympeíthō Transliteration B: sympeithō Transliteration C: sympeitho Beta Code: sumpei/qw

English (LSJ)

pf. part.

   A -πεπεικυῖα Hyp.Ath.4 (aor. part. συμπείσας is f.l. for συμπιέσας in Plu.2.580d):—win by persuasion, persuade, abs., Pl.Lg.720d: c. acc. pers., Lycurg.102, UPZ114i22 (ii B.C.), Plu. Cam.23: c. acc. rei, τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος X.Mem.2.4.6; σ. τἀναντία D.H.6.49; ταῦτα συμπείθεις με σύ; Men.Epit.527: c. acc. pers. etinf., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν X.Cyr.2.2.24, cf. Aeschin. 3.142, D.18.147, IG12(7).386.15 (Amorgos, iii B.C.):—Pass., join in a view, Arist.Pol.1307b15; allow oneself to be persuaded, c. inf., ib. 1296a38; τι to a thing, Aeschin.3.71, SIG364.96 (Ephesus, iii B.C.): c. dat., to be convinced of... Phld.Mus.p.89K.: abs., Demetr.Com. Vet.4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν Luc.JTr.45; τὸ -πεπεισμένον the sum agreed, BGU1163.8(i B.C.); συνεπείσθησαν πρὸς ἀλλήλας μὴ ἐγκαλεῖν Sammelb.7338.10 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 985] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.

Greek (Liddell-Scott)

συμπείθω: πείθω ὁμοῦ, συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. τἀναντία Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι αὐτόθι 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι πρᾶγμα, Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.

French (Bailly abrégé)

1 amener qqn par la persuasion à son propre sentiment, persuader;
2 encourager, exhorter;
Moy. συμπείθομαι se laisser persuader.
Étymologie: σύν, πείθω.

Greek Monolingual

Α πείθω
1. πείθω κάποιον εντελώς («μετὰ λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)
2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε κάτι
3. μέσ. συμπείθομαι
δέχομαι κάτι ως ορθό μαζί με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).

Greek Monolingual

Α πείθω
1. πείθω κάποιον εντελώς («μετὰ λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)
2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε κάτι
3. μέσ. συμπείθομαι
δέχομαι κάτι ως ορθό μαζί με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).

Greek Monotonic

συμπείθω: μέλ. -σω, συμβάλλω ή βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, σε Ξεν.· επίσης, συμπείθω τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, βοηθώ στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.