σωφρονικός: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> ο εκ φύσεως [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει [[σωφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωφρονικόν</i><br />η [[σωφροσύνη]], η [[φρονιμάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωφρονικῶς</i> Α<br />με [[σωφροσύνη]], με [[φρονιμάδα]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> ο εκ φύσεως [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει [[σωφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωφρονικόν</i><br />η [[σωφροσύνη]], η [[φρονιμάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωφρονικῶς</i> Α<br />με [[σωφροσύνη]], με [[φρονιμάδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονικός:''' -ή, -όν ([[σώφρων]]), αυτός που είναι [[σώφρων]] από τη [[φύση]] του, [[μετριοπαθής]], [[φρόνιμος]], [[νηφάλιος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονικός Medium diacritics: σωφρονικός Low diacritics: σωφρονικός Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: sōphronikós Transliteration B: sōphronikos Transliteration C: sofronikos Beta Code: swfroniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A naturally temperate, self-controlled, of persons, X.Mem.1.3.9, Arist.Rh.1390a14, EN1144b5, etc.; οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι (ironically) Stoic.1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.Tim.54. Adv. -κῶς Ar.Eq.545, Sor.1.33: Comp. -ώτερον Ath.10.426c.    2 of things, Pl.Plt.307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.Fr.18Bp.104 H.; τὸ σ. X.Mem.3.10.5, cf. Metrod.Herc.831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.Mus. p.50 K.

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονικός: -ή, -όν, ὁ φύσει σώφρων, μέτριος, νηφάλιος, ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· σεμνότης, ἔθος Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à la modération.
Étymologie: σώφρων.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σώφρων, -ονος]
1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός
2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν
η σωφροσύνη, η φρονιμάδα.
επίρρ...
σωφρονικῶς Α
με σωφροσύνη, με φρονιμάδα.

Greek Monotonic

σωφρονικός: -ή, -όν (σώφρων), αυτός που είναι σώφρων από τη φύση του, μετριοπαθής, φρόνιμος, νηφάλιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.