χειροτονώ: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(46) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χειροτονῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> [[διενεργώ]] [[χειροτονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[δέρνω]], [[ξυλοκοπώ]] («τον χειροτόνησε για τα καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναδεικνύω]], [[αναγορεύω]] (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ.<br />β. «πᾱς [[ἄρχων]] ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]] το [[χέρι]] για να εκφράσω [[γνώμη]] ή για να δηλώσω την απόφασή μου, την ψήφο μου (α. «ὁπότερον δ' ἄν τῶν νόμων χειροτονήσωσιν οἱ νομοθέται, τοῡτον κύριον [[είναι]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «χειροτονηθεὶς ἤ λαχών;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) | |mltxt=χειροτονῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> [[διενεργώ]] [[χειροτονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[δέρνω]], [[ξυλοκοπώ]] («τον χειροτόνησε για τα καλά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναδεικνύω]], [[αναγορεύω]] (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ.<br />β. «πᾱς [[ἄρχων]] ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υψώνω]] το [[χέρι]] για να εκφράσω [[γνώμη]] ή για να δηλώσω την απόφασή μου, την ψήφο μου (α. «ὁπότερον δ' ἄν τῶν νόμων χειροτονήσωσιν οἱ νομοθέται, τοῡτον κύριον [[είναι]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «χειροτονηθεὶς ἤ λαχών;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «χειροτονεῖν τὸ αἰδοῑον, τουτέστιν αἰσχρῶς ἀνακινεῖν καὶ ἀποσπερματίζειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χειρότονος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
χειροτονῶ, -έω, ΝΜΑ
εκκλ. διενεργώ χειροτονία
νεοελλ.
μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τον χειροτόνησε για τα καλά»)
μσν.-αρχ.
αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ.
β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. υψώνω το χέρι για να εκφράσω γνώμη ή για να δηλώσω την απόφασή μου, την ψήφο μου (α. «ὁπότερον δ' ἄν τῶν νόμων χειροτονήσωσιν οἱ νομοθέται, τοῡτον κύριον είναι», Δημοσθ.
β. «χειροτονηθεὶς ἤ λαχών;», Πλάτ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτονεῖν τὸ αἰδοῑον, τουτέστιν αἰσχρῶς ἀνακινεῖν καὶ ἀποσπερματίζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειρότονος.