χαμερπής: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(46)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρπει, που σέρνεται [[καταγής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[τιποτένιος]], [[ποταπός]], [[μικροπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) α) [[ασήμαντος]]<br />β) <b>εκκλ.</b> [[εγκόσμιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαμερπώς]] / <i>χαμερπῶς</i> ΝΜΑ<br />με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρπω]])].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρπει, που σέρνεται [[καταγής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[τιποτένιος]], [[ποταπός]], [[μικροπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) α) [[ασήμαντος]]<br />β) <b>εκκλ.</b> [[εγκόσμιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαμερπώς]] / <i>χαμερπῶς</i> ΝΜΑ<br />με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρπω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χᾰμερπής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[ἕρπω]]), αυτός που κυλιέται στο [[έδαφος]], [[ταπεινός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμερπής Medium diacritics: χαμερπής Low diacritics: χαμερπής Capitals: ΧΑΜΕΡΠΗΣ
Transliteration A: chamerpḗs Transliteration B: chamerpēs Transliteration C: chamerpis Beta Code: xamerph/s

English (LSJ)

ές,

   A crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής
2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»
2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος
β) εκκλ. εγκόσμιος.
επίρρ...
χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ
με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ερπής (< ἕρπω)].

Greek Monotonic

χᾰμερπής: -ές, γεν. -έος (ἕρπω), αυτός που κυλιέται στο έδαφος, ταπεινός, σε Ανθ.