ταναήκης: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τανάηκες και [[τανυήκης]], τανύηκες, Α<br /><b>1.</b> (για [[λόγχη]] ή [[ξίφος]]) αυτός που έχει επιμήκη ή [[οξεία]] [[αιχμή]], [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]] («ταναήκεις Ἄλπεις», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>τανα</i>-<i>ήκης</i> ([[αντί]] <i>ταναο</i>-<i>ήκης</i>, με σίγηση του -<i>ο</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ταναϋφής]]) <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[επιμήκης]], [[μακρός]]», ενώ ο τ. <i>τανυ</i>-<i>ήκης</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανής</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[τάνυμαι]], [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκή</i> «[[αιχμή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νε</i>-<i>ήκης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=τανάηκες και [[τανυήκης]], τανύηκες, Α<br /><b>1.</b> (για [[λόγχη]] ή [[ξίφος]]) αυτός που έχει επιμήκη ή [[οξεία]] [[αιχμή]], [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]] («ταναήκεις Ἄλπεις», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>τανα</i>-<i>ήκης</i> ([[αντί]] <i>ταναο</i>-<i>ήκης</i>, με σίγηση του -<i>ο</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ταναϋφής]]) <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[επιμήκης]], [[μακρός]]», ενώ ο τ. <i>τανυ</i>-<i>ήκης</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τανής</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[τάνυμαι]], [[τείνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκή</i> «[[αιχμή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νε</i>-<i>ήκης</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰναήκης:''' -ες ([[ἀκή]]), αυτός που έχει [[μακριά]] [[άκρη]], επιμήκη [[αιχμή]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ες, (ἀκή)
A with long point or edge, ταναήκεϊ χαλκῷ, of a sword or spear, Il.7.77, 24.754; of an axe, 23.118. II tall, σχοῖνος Opp.H.4.53; Ἄλπεις Orph.A.1126. (τανυήκης is freq. v.l.)
German (Pape)
[Seite 1066] ες, mit langer Spitze, Schneide; χαλκός, Il. 7, 77; vom Beil, 23, 118; vom Schwert, 24, 254 Od. 4, 257; übh. spitzig. Von den Alpen, Orph. Arg. 1131, lang gestreckt, ausgedehnt, wie von ἥκω. S. τανυήκης.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναήκης: -ες, (ἀκὴ) ὁ ἔχων ἐπιμήκη καὶ ἠκονημένην τὴν αἰχμήν, ταναήκεϊ χαλκῷ, ἐπὶ ξίφους ἢ λόγχης, Ἰλ. Η. 77, Ω. 754· ἐπὶ πελέκεως, Ψ. 118. ΙΙ. ὑψηλός, σχοῖνος Ὀππ. Ἁλ. 4. 53· Ἄλπεις Ὀρφ. Ἀργ. 1124. ― Συνεχῶς ἐναλλάσεται πρὸς τὸ τανυήκης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
allongé et aigu, allongé en pointe, tranchant.
Étymologie: ταναός, ἀκή.
English (Autenrieth)
ες: with long edge or point, sword or spear, axe, Il. 23.118.
Greek Monolingual
τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α
1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός
2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα-ήκης (αντί ταναο-ήκης, με σίγηση του -ο-, πρβλ. ταναϋφής) < ταναός «επιμήκης, μακρός», ενώ ο τ. τανυ-ήκης < αμάρτυρο επίθ. τανής (βλ. και λ. τάνυμαι, τείνω) + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. νε-ήκης, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τᾰναήκης: -ες (ἀκή), αυτός που έχει μακριά άκρη, επιμήκη αιχμή, σε Ομήρ. Ιλ.