ταλαντοῦχος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / ταλαντοῡχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και [[ταλαντούχος]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθύπλουτος]]<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με [[ταλέντο]] («[[ταλαντούχος]] [[ηθοποιός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («[[Ἄρης]]... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>]. | |mltxt=-α, -ο / ταλαντοῡχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και [[ταλαντούχος]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθύπλουτος]]<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με [[ταλέντο]] («[[ταλαντούχος]] [[ηθοποιός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («[[Ἄρης]]... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰλαντοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κρατάει τα τάλαντα, την [[ζυγαριά]]· μεταφ., [[Ἄρης]] [[ταλαντοῦχος]], αυτός που ορίζει την [[έκβαση]] της μάχης, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἔχω)
A holding the balance: metaph., Ἄρης τ. ἐν μάχῃ he who holds the scale in battle, A.Ag.439 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1065] die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορός, ὁ μετατρέπων ἢ ὁρίζων τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 (ἔνθα ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui tient la balance.
Étymologie: τάλαντον, ἔχω.
Greek Monolingual
-α, -ο / ταλαντοῡχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και ταλαντούχος Ν
νεοελλ.
1. βαθύπλουτος
2. ο προικισμένος με ταλέντο («ταλαντούχος ηθοποιός»)
αρχ.
μτφ. αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («Ἄρης... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ δορός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + -οῦχος].
Greek Monotonic
τᾰλαντοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κρατάει τα τάλαντα, την ζυγαριά· μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος, αυτός που ορίζει την έκβαση της μάχης, σε Αισχύλ.