φάγρος: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(44) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>κρητ. τ.</b>) η [[ακόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[φάγρος]] μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. <i>bark</i> (για [[γεύση]]) «[[πικρός]], [[δριμύς]]», [[αλλά]] και «[[βίαιος]], οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. <i>φαγρός</i> με αναβιβασμό του τόνου. Η [[σύνδεση]] αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[άποψη]] και θα οδηγούσε στην [[αναγωγή]] τών δύο τ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- «[[αιχμηρός]], [[οξύς]]» με [[επίθημα]] -<i>το</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τάφ</i>-<i>ρος</i>). Ωστόσο, το αρμεν. <i>bark</i> ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. <i>bhorgw</i>-<i>os</i> «[[απότομος]], [[εχθρικός]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού, το [[φαγγρί]], [[πάγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. [[φάγρος]] (Ι) «[[ακόνη]]», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>κρητ. τ.</b>) η [[ακόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[φάγρος]] μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. <i>bark</i> (για [[γεύση]]) «[[πικρός]], [[δριμύς]]», [[αλλά]] και «[[βίαιος]], οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. <i>φαγρός</i> με αναβιβασμό του τόνου. Η [[σύνδεση]] αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[άποψη]] και θα οδηγούσε στην [[αναγωγή]] τών δύο τ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- «[[αιχμηρός]], [[οξύς]]» με [[επίθημα]] -<i>το</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τάφ</i>-<i>ρος</i>). Ωστόσο, το αρμεν. <i>bark</i> ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. <i>bhorgw</i>-<i>os</i> «[[απότομος]], [[εχθρικός]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού, το [[φαγγρί]], [[πάγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. [[φάγρος]] (Ι) «[[ακόνη]]», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φάγρος:''' ὁ фагр (колючеперая рыба) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A sea-bream or braize, Pagrus vulgaris, Hp.lnt. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, Arist.HA598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, BGU1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in Hsch. II Cret., whetstone, Simm.27.
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, ein Fisch, Antiphan. bei Ath. VII, 295 c u. öfter; bei den Kretern der Wetzstein, Simmias bei Ath. 327 f.
Greek (Liddell-Scott)
φάγρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς «φαγρί», Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, Ἀντιφάνης ἐν «Προβατεῖ» 1, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3., 19, 5· «φάγρος. ἔστιν ὁ παρ’ ἡμῖν νῦν καλούμενος οὐδετέρως φαγρίον, παρὰ δὲ τοῖς πλείστοις καὶ διὰ διπλοῦ τοῦ γ φαγγρίον» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 105, λζϳ· ― φέρεται φαγρώριος παρὰ Στράβ. 823· φάγωρος παρ’ Ἡσυχίῳ. ΙΙ. ἐν τῇ Κρητικῇ διαλέκτῳ ἡ ἀκόνη. Σιμμίας παρ’ Ἀθην. 327F.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κρητ. τ.) η ακόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. φαγρός με αναβιβασμό του τόνου. Η σύνδεση αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική άποψη και θα οδηγούσε στην αναγωγή τών δύο τ. στην ΙΕ ρίζα bhag- «αιχμηρός, οξύς» με επίθημα -το- (πρβλ. τάφ-ρος). Ωστόσο, το αρμεν. bark ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. bhorgw-os «απότομος, εχθρικός»].———————— (II)
ὁ, Α
είδος ψαριού, το φαγγρί, πάγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού].
Russian (Dvoretsky)
φάγρος: ὁ фагр (колючеперая рыба) Arst.