ἀγρώσσω: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγρώσσω:''' μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί [[ἀγρεύω]], [[συλλαμβάνω]], [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀγρώσσω:''' μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί [[ἀγρεύω]], [[συλλαμβάνω]], [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγρώσσω:''' хватать, ловить ([[ἰχθῦς]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for ἀγρεύω, only in pres.,
A catch, ἀγρώσσων ἰχθῦς Od.5.53; freq. in Opp., H.3.339,543, al., cf. Call.Ap.60, Lyc.598, etc.: abs., go hunting, Opp.C.1.129:—Pass., Id.H.3.415, 4.565.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρώσσω: Ἐπ. ἀντὶ ἀγρεύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συλλαμβάνω· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· συχν. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., ἐξέρχομαι ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
chasser, pêcher.
Étymologie: ἄγρα.
English (Autenrieth)
(ἄγρα): catch, intensive; of the sea-gull ‘ever catching’ fish, Od. 5.53†.
Spanish (DGE)
capturar, cazar o pescar según el cont. (tal vez en origen ojear la presa) ἰχθῦς Od.5.53, cf. Opp.H.3.339, 543, Ἄρτεμις ἀγρώσσουσα Call.Ap.60, cf. Lyc.598. Nic.Th.416
•fig. Ἔρωτες ... ἀγρώσσουσι γυναῖκα Nonn.D.48.286
•abs. ir de caza Lyc.499, Euph.87.3, Opp.C.1.129, Nonn.D.42.163.
Greek Monotonic
ἀγρώσσω: μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί ἀγρεύω, συλλαμβάνω, ψαρεύω, αλιεύω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρώσσω: хватать, ловить (ἰχθῦς Hom.).