ἀγχιβαθής: Difference between revisions

From LSJ
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχιβᾰθής:''' αυτός που είναι [[βαθύς]] [[μέχρι]] την [[ακτή]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγχιβᾰθής:''' αυτός που είναι [[βαθύς]] [[μέχρι]] την [[ακτή]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχῐβᾰθής:''' глубокий у берегов ([[θάλασσα]] Hom.; τῆς θαλάττης [[ἀγγεῖον]] Plat.; τόποι φάραγγες Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχιβᾰθής Medium diacritics: ἀγχιβαθής Low diacritics: αγχιβαθής Capitals: ΑΓΧΙΒΑΘΗΣ
Transliteration A: anchibathḗs Transliteration B: anchibathēs Transliteration C: agchivathis Beta Code: a)gxibaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A deep inshore, θάλασσα Od.5.413, cf. Pl.Criti.111a; τὰ ἀ. Arist.Pr.935a2, cf. Ph.Bel.95.20, Parth.26.2, Plu.2.667c; ἀκταί Arist.HA548b28; λιμήν Str.17.1.6, cf. 5.2.5, Dion.Byz.6, al.    2 of persons, standing deep in water, Nonn. D.10.166.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
voisin du fond, profond.
Étymologie: ἄγχι, βάθος.

English (Autenrieth)

(βάθος): deep near the shore, Od. 5.413†.

Spanish (DGE)

(ἀγχῐβᾰθής) -ές
1 profundo junto a la costa θάλασσα Od.5.413, Parth.26.2, Dion.Byz.6, cf. Pl.Criti.111a, λιμήν Str.17.1.6, λιμένες Str.5.2.5, στόμα λίμνης A.R.4.1572
invadeable (ὁ τῆς χάριτος ποταμός) διαβατὸς τοῖς εὐσεβέσι, τοῖς δὲ βεβήλοις ἀγχιβαθής Gr.Nyss.M.46.420D
subst. τὰ ἀ. zonas profundas de mar junto a la costa τἀγχιβαθῆ ἁλμυρά ἐστι Arist.Pr.935a2, τὰ παρὰ τὴν χέρσον ἐστὶν ἀ. Plb.4.41.6, tb. αἱ ἀγχιβαθεῖς Mnesith.Ath.38.50.
2 escarpado, que cae junto a un mar profundo τόποι καθαροὶ καὶ ἀγχιβαθεῖς Plu.2.667c, ἀγχιβαθεῖς τόποι τῶν τειχῶν Ph.Bel.95.20.
3 de pers. que está en agua, metido en agua bastante profunda ἰσχία βάπτων ἀ. Nonn.D.10.166, cf. 15.3 (cód. ἀγχιβαφής)
de esponjas, Arist.HA 548b28.

Greek Monotonic

ἀγχιβᾰθής: αυτός που είναι βαθύς μέχρι την ακτή, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχῐβᾰθής: глубокий у берегов (θάλασσα Hom.; τῆς θαλάττης ἀγγεῖον Plat.; τόποι φάραγγες Plut.).