βόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ.
|lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βόστρῠχος:''' ὁ<b class="num">1)</b> вьющаяся прядь волос, локон Aesch., Arph., Plut., Luc.: πυρὸς β. Aesch. извивающаяся молния;<br /><b class="num">2)</b> зоол. ночесветка-самец (Lampyris [[noctiluca]] [[mas]]) Arst.
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόστρῠχος Medium diacritics: βόστρυχος Low diacritics: βόστρυχος Capitals: ΒΟΣΤΡΥΧΟΣ
Transliteration A: bóstrychos Transliteration B: bostrychos Transliteration C: vostrychos Beta Code: bo/struxos

English (LSJ)

ὁ, heterocl. pl. βόστρυχα in AP5.259 (Paul. Sil.), 6.71 (Id.): acc. pl.

   A βόστρυχας Dionys.Av.2.7:—curl, lock of hair, Archil. 58, A.Ch.178, Ar.Nu.536, etc.: in sg. collectively, hair, ἀμπέτασον β. ὤμοις E.Hipp.202 (lyr.).    2 poet., anything twisted or wreathed, πυρὸς ἀμφήκης β. thunderbolt, A.Pr.1044: in pl., tendrils, Philostr. VA3.4.    3 metaph., ornament, τῆς ἠπείρου, of Smyrna, Aristid. Or.18(20).9; of Nicomedia, Lib.Or.61.12; ἑστίας χρυσοῦς β., of a son, Him. Or.23.7.    II winged insect, perh.male of the glow-worm, Arist.HA551b26.    2 in pl., sea-wecd, Dionys.Av. l.c.

German (Pape)

[Seite 454] ὁ (vgl. βὁτρυς, βότρυχος), die Haarlocke, gekräuseltes Haar; Aesch. Ch. 166. 176; Ar. Nub. 528 u. sp. D.; spätere Prosa, LXX.; Luc. Deor. D. 2, 2. Uebertr., alles Geschlängelte, πυρὁς, Blitz, Aesch. Prom. 1046; vom Laube der Bäume Achill. Tat. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 boucle de cheveux, frisure;
2 p. anal. jet de foudre qui tournoie.
Étymologie: cf. βότρυς.

Spanish (DGE)

(βόστρῠχος) -ου, ὁ

• Morfología: [ac. plu. βόστρυχα AP 5.260 (Paul.Sil.)]
I del pelo
1 rizo, bucle Archil.166.2, A.Ch.178, E.Or.1267, Ar.Nu.536, Call.Fr.110.8, LXX Id.16.14, D.P.Au.2.9, Philostr.Ep.21, AP l.c., IStratonikeia 42.1
fig. πυρὸς ἀμφήκης β. el doble bucle de fuego, e.d. el rayo, A.Pr.1044, βόστρυχον καπνοῦ rizo de humo S.Fr.1131.6 (cj.)
conjunto de rizos, cabellera ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις extiende el pelo por los hombros E.Hipp.202
Βόστρυχος Bucle tít. de una comedia de Alexis AB 115.12.
2 fig. adorno β. τῆς ἠπείρου de la ciu. de Esmirna, Aristid.Or.18.9, de Nicomedia, Lib.Or.61.12, ἑστίας χρυσοῦς β. Him.8.7.
II de otras cosas
1 zarcillo, follaje de plantas, Philostr.VA 3.4, Ach.Tat.1.15.4, Nonn.D.2.640.
2 n. de un insecto alado tal vez el macho de la luciérnaga, Arist.HA 551b26.

• Etimología: Término expresivo prob. contaminado de βότρυς q.u.

Greek Monolingual

ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)
1. μπούκλα, τούφα μαλλιών
2. πλεξίδα μαλλιών
αρχ.
1. η έλικα του κλήματος
2. ονομασία εντόμου
3. φρ. «βόστρυχος πυρός» — η αστραπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster «θύσανος, φούντα» καθώς και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή βάση. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, υπόθεση στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -χος με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος είναι ο συμφυρμός με τη λ. βότρυς (βλ. λ. βοστρύχιον και βότρυχος)].

Greek Monotonic

βόστρῠχος: ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. βότρυς),
1. μπούκλα μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς βόστρυχος, λέγεται για την αστραπή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βόστρῠχος:1) вьющаяся прядь волос, локон Aesch., Arph., Plut., Luc.: πυρὸς β. Aesch. извивающаяся молния;
2) зоол. ночесветка-самец (Lampyris noctiluca mas) Arst.