ὀπτάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπτάζομαι:''' ή [[ὀπτάνομαι]] (ὄψ), Παθ., είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὀπτάζομαι:''' ή [[ὀπτάνομαι]] (ὄψ), Παθ., είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{etym
|etymtx=[[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτός]] See also: s. [[ὄπωπα]] a. [[ὄσσε]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτάζομαι Medium diacritics: ὀπτάζομαι Low diacritics: οπτάζομαι Capitals: ΟΠΤΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: optázomai Transliteration B: optazomai Transliteration C: optazomai Beta Code: o)pta/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be seen, LXX Nu.14.14 :—so ὀπτάνομαι, ib. 3 Ki.8.8, UPZ62.32 (ii B. C.), PTeb.24.5 (ii B. C.), Act.Ap.1.3, [Ar.Byz.] Arg.Ar.Pl.4, PMag.Par.1.3033, Corp.Herm.3.2 :—an Act. ὀπταίνω in Eust.069.33.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτάζομαι: Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· οὕτως, ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. αὐτόθι, Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.

Greek Monolingual

ὀπτάζομαι (ΑΜ) [[[οπτός]] (Ι)]
γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῑς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).

Greek Monotonic

ὀπτάζομαι: ή ὀπτάνομαι (ὄψ), Παθ., είμαι ορατός, φαίνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

ὀπτάνομαι, ὀπτός See also: s. ὄπωπα a. ὄσσε.