δυσπόρευτος: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπόρευτος:''' -ον ([[πορεύομαι]]), [[δύσβατος]], [[δύσκολος]] ως προς τη [[διάβαση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσπόρευτος:''' -ον ([[πορεύομαι]]), [[δύσβατος]], [[δύσκολος]] ως προς τη [[διάβαση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπόρευτος:''' труднопроходимый, непроезжий ([[πηλὸς]] δ. ταῖς ἁμάξαις Xen.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπόρευτος Medium diacritics: δυσπόρευτος Low diacritics: δυσπόρευτος Capitals: ΔΥΣΠΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dyspóreutos Transliteration B: dysporeutos Transliteration C: dysporeftos Beta Code: duspo/reutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass, πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7; ἀνοδίαι Ph.2.14; ὁδοί D.C.53.22.

German (Pape)

[Seite 687] unwegsam, ἁμάξαις Xen. An. 1, 5, 7; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόρευτος: -ον, δι' οὗ δύσκολον νά περάσῃ τις, πηλός ταῖς ἁμάξαις δ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser, peu praticable.
Étymologie: δυσ-, πορεύομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 intransitable, difícil de recorrer πηλὸς ταῖς ἁμάξαις δ. X.An.1.5.7, ὅρια ... δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ Them.Or.14.181b, χώρα Str.16.4.24, ἀνοδίαι Ph.2.14, ὁδός D.S.4.80, cf. D.C.53.22.1, Poll.3.96.
2 que fluye con dificultad, no muy fluido αἷμα Steph.in Hp.Progn.186.15
fig. torpe, lento (ἡ ψυχή) δ. ἐστι πρὸς τὰς τοιαύτας κινήσεις Gr.Nyss.Beat.166.24.

Greek Monolingual

δυσπόρευτος, -ον (Α)
δυσκολοπέραστος.

Greek Monotonic

δυσπόρευτος: -ον (πορεύομαι), δύσβατος, δύσκολος ως προς τη διάβαση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπόρευτος: труднопроходимый, непроезжий (πηλὸς δ. ταῖς ἁμάξαις Xen.).