Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεπερείδω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιφέρω]] από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· <i>πληγήν</i>, σε Πλούτ.· [[συνεπερείδω]] ὑπόνοιάν τινι, [[συμβάλλω]] στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί [[κατηγορία]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]· <i>συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου</i>, επιπίπτοντας [[εναντίον]] του με όλη τη [[δύναμη]] του αλόγου του, στον ίδ.
|lsmtext='''συνεπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιφέρω]] από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· <i>πληγήν</i>, σε Πλούτ.· [[συνεπερείδω]] ὑπόνοιάν τινι, [[συμβάλλω]] στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί [[κατηγορία]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]· <i>συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου</i>, επιπίπτοντας [[εναντίον]] του με όλη τη [[δύναμη]] του αλόγου του, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπερείδω:''' <b class="num">1)</b> вместе нажимать, одновременно напирать: σ. τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου Plut. стремительно наехать (смять) конем;<br /><b class="num">2)</b> нагнетать, излучать: σ. τὴν θερμότητα Plut. обдавать жаром;<br /><b class="num">3)</b> одновременно с силой наносить (πληγήν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> настаивать: τὴν ὑπόνοιάν τινι σ. τῷ λόγῳ Plut. категорически подтверждать подозрения против кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> поражать, пронзать (τινά Plut.).
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπερείδω Medium diacritics: συνεπερείδω Low diacritics: συνεπερείδω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: synepereídō Transliteration B: synepereidō Transliteration C: synepereido Beta Code: suneperei/dw

English (LSJ)

   A help in driving against, c. acc. rei, Plu.2.939b; help in inflicting, πληγήν Id.Brut.52; σ. ὑπόνοιάν τινι help to fix a suspicion on him, Id.Caes.8, cf. Cic.21 (cj. for συναπ-); drive home a weapon, Id.Phil.10; συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the force of his horse, Id.Marc.7; give additional force, Arr.Tact.12.2,10.    II Med., = Lat. conitor, Dosith. p.433 K., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπερείδω: ἐπιφέρω μεθ’ ὁρμῆς ὁμοῦ, μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· καταφέρω ὁμοῦ, πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ αὐτοῦ μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

1 tr. appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; fig. ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; avec un acc. de pers. transpercer, acc.;
2 intr. s’appuyer de toute sa force sur, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερείδω.

Greek Monolingual

Α
1. επιφέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου («[ὁ ἥλιος] πρὸς μὲν ἡμᾱς καθίησι δι' ἀέρος θολεροῡ καὶ συνεπερείδοντος θερμότητα ταῑς ἀναθυμιάσεσι τρεφομένην», Πλούτ.)
2. καταφέρω κάτι εναντίον κάποιου («τῇ χειρὶ συνεφάψασθαι τοῡ ξίφους αὑτῷ καὶ συνεπερεῑσαι τὴν πληγήν», Πλούτ.)
3. διαπερνώ, διατρυπώ
4. υποστηρίζω και εγώ κάποιον ή κάτι
5. προσθέτω νέα ορμή
6. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
7. μέσ. συνεπερείδομαι
στηρίζομαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπερείδω «στηρίζω πάνω σε κάτι, σπρώχνω, μπήγω, πιέζω»].

Greek Monolingual

Α
1. επιφέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου («[ὁ ἥλιος] πρὸς μὲν ἡμᾱς καθίησι δι' ἀέρος θολεροῡ καὶ συνεπερείδοντος θερμότητα ταῑς ἀναθυμιάσεσι τρεφομένην», Πλούτ.)
2. καταφέρω κάτι εναντίον κάποιου («τῇ χειρὶ συνεφάψασθαι τοῡ ξίφους αὑτῷ καὶ συνεπερεῑσαι τὴν πληγήν», Πλούτ.)
3. διαπερνώ, διατρυπώ
4. υποστηρίζω και εγώ κάποιον ή κάτι
5. προσθέτω νέα ορμή
6. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
7. μέσ. συνεπερείδομαι
στηρίζομαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπερείδω «στηρίζω πάνω σε κάτι, σπρώχνω, μπήγω, πιέζω»].

Greek Monotonic

συνεπερείδω: μέλ. -σω,
I. επιφέρω από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· πληγήν, σε Πλούτ.· συνεπερείδω ὑπόνοιάν τινι, συμβάλλω στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί κατηγορία εναντίον του, στον ίδ.
II. με αιτ. προσ., διατρυπώ, διαπερνώ· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, επιπίπτοντας εναντίον του με όλη τη δύναμη του αλόγου του, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπερείδω: 1) вместе нажимать, одновременно напирать: σ. τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου Plut. стремительно наехать (смять) конем;
2) нагнетать, излучать: σ. τὴν θερμότητα Plut. обдавать жаром;
3) одновременно с силой наносить (πληγήν Plut.);
4) настаивать: τὴν ὑπόνοιάν τινι σ. τῷ λόγῳ Plut. категорически подтверждать подозрения против кого-л.;
5) поражать, пронзать (τινά Plut.).